Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ & τά πρόβατα τοῦ Γεωργακοῦ. (Συγκλονιστικὴ μαρτυρία τοῦ γέρ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη, καθηγούμενου Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος Φθιώτιδος.)

Ἀπὸ τὸ περιοδικό Orthodox Heritage Archives, τόμος 19, τεύχη 3-4 τοῦ 2021, σελ. 17-18.

Ἀπ᾽ ὅλες τίς διηγήσεις τῶν παλαιῶν Γερόντων, ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχω ἀκούσει, τὴν πιὸ ὄμορφη καὶ τὴν πιὸ συγκινητικὴ θεωρῶ πὼς τὴν ἄκουσα ἀπὸ τὸν μπαρμπα-Θανάση Παπαντώνη, τὸν γιὰ πολλὰ χρόνια ψάλτη τῆς ἐκκλησίας μας. Τὴν ἄκουσα το Μεγάλο Σαββάτο τοῦ ἕτους 1970, μέσα στὸ σπιτοκάλυβό του, ποὺ βρισκόταν στὸν κάτω μαχαλὰ τοῦ χωριοῦ μας. Εἶχε τελειώσει, θυμᾶμαι, ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὴν πρώτη Ἀνάσταση. Ἐγώ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀκολούθησα τὸν μπαρμπα-Θανάση στὸ σπίτι του. Μὲ ἀγαποῦσε ὁ γέροντας καὶ ἡ ἀγάπη του μὲ τραβοῦσε κοντά του, καί, ὅπως μ᾽ ἔλεγε, μὲ προετοίμαζε γιὰ διάδοχό του στὸ ἀναλόγιο. Ὅταν φθάσαμε στὸ σπίτι, καθίσαμε κοντὰ στὸ ἀναμμένο τζάκι. Ἡ θεία-Θανάσαινα, ἀφοῦ μὲ καλωσόρισε, ἔσπευσε νὰ γεμίσει τὴ χούφτα μου μὲ ξερὰ σῦκα, καρύδια καὶ σταφίδες.

-Σήμερα παιδί μου, μοῦ εἶπε, ἔχουμε αὐστηρὴ νηστεία, γι᾿ αὐτό σοῦ δίνω νὰ φᾶς ξηροὺς καρπούς. Αὔριο, ποὺ θὰ εἶναι Λαμπρή, ἔλα νὰ σὲ κεράσω κόκκινο αὐγὸ καὶ γλυκιὰ καρυδόπαστα ποὺ ἔφτιαξα γιὰ τὴ γιορτή.
Τὴν ὥρα ποὺ ἡ θεία Θανάσαινα μοῦ ἔλεγε αὐτά, εἶδα τὸν μπάρμπα-Θανάση νὰ κουνάει δακρυσμένος τὸ κεφάλι του καὶ αὐθόρμητα τὸν ἐρώτησα:

-Τί συμβαίνει μπάρμπα, γιατί κλαῖς;
-Ἄχ, Δημήτρη μου,
(αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικό μου ὄνομα) μοῦ εἶπε, μέρα ποὺ εἶναι σήμερα, ὁ νοῦς μου πῆγε στοὺς παλιότερους χωριανούς μας ποὺ ἔζησαν ἐδῶ στὸν τόπο μας καὶ ποὺ τώρα ἀναπαύονται κάτω στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ. Ἦταν ἄλλοι ἄνθρωποι αὐτοί, παιδί μου, δὲν τοὺς φτάνουμε ἐμεῖς στὴν πίστη καὶ στὴν ἁγιότητα. Αὐτοί, χωρὶς ἀμφιβολία, μιλοῦσαν μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του. Σάν ἀπόψε, Μ. Σαββάτο, κάτι θαυμαστό συνέβη ἐδῶ στόν διπλανό συνοικισμό.

Ὅταν κτύπησε ἡ καμπάνα γιά τήν Ἀνάστασι, ὅλο τό χωριό ξεκίνησε γιά τήν ἐκκλησία. Μαζί τους ἀνέβαιναν καί ὁ γερο-Γεωργακός, ὁ τσέλιγκας, μέ τή φαμελιά του. Μόλις πέρασαν τή μεγάλη ἀνηφόρα, ἄκουσαν πέρα στά μαντριά τοῦ Γεωργακοῦ μεγάλο θόρυβο.
Ὁ Γεωργακὸς ἔκαμε λίγο πιὸ πέρα καὶ ἔβαλε αὐτὶ γιὰ ν᾿ ἀκούσει καλύτερα τί συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν καὶ ἄλλοι χωριανοί.
-Λύκοι μπῆκαν στὸ μαντρί μου, εἶπε. Ἀπόψε διάλεξαν νὰ τὸ κάνουν! Ξέρω ἐγώ, ὁ σατανᾶς τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ μὲ ἐμποδίσει νὰ πάω στὴν Ἀνάσταση. Ἀλλά, ἔννοια του, δὲν θὰ τοῦ κάνω τὸ χατίρι.
Κοίταξε πέρα πρὸς τὰ μαντριὰ καὶ φώναξε δυνατά:
-Ἀπόψε προβατάκια μου σᾶς δίνω τοῦ Θεοῦ μου.

Καὶ στρέφοντας τὸ πρόσωπό του στοὺς συνοδοιπόρους του χωριανούς, τοὺς εἶπε:

-Ἐγὼ θὰ πάω στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ἀκούσω τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη", ποὺ τόσο πολύ το περιμένω καὶ τὸ λαχταρῶ. Θέλω νὰ λειτουργηθῶ μὲ τὴ φαμελιά μου καὶ νὰ κοινωνήσουμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ νύχτα, δὲν τὴ χάνω μὲ τίποτα.
-Τί εἶναι αὐτὰ πού λὲς Γεωργακέ; τοῦ εἶπαν οἱ πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του. Τρέξε γρήγορα νὰ γλυτώσεις τὰ πρόβατά σου καὶ νὰ σώσεις τὴν περιουσία σου ποὺ μὲ πολλοὺς καὶ πολύχρονους κόπους ἔφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μὴ χασομερᾶς. Κάθε λεπτὸ ποὺ περνάει ἡ ζημιὰ πού σοῦ κάνουν οἱ λύκοι γίνεται καὶ πιὸ μεγάλη. Σκέψου, σὲ παρακαλοῦμε, τὴν οἰκογένειά σου ποὺ ζεῖ ἀπ’ αὐτὰ τὰ πρόβατα!Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
-Ἕνα νὰ μὴν μείνει, τοὺς ἀποκρίθηκε ὁ τσέλιγκας, ἐγὼ θὰ πάω στὴν Ἀνάσταση καὶ ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς ἄς γίνει.
Αὐτὰ εἶπε καὶ κίνησε γιὰ τὸ Ναό, σκορπίζοντας σ᾽ ὅλους τους χωριανούς του τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὴ μεγάλη του πίστη!
Στὴν ἐκκλησιά, πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ τσέλιγκας! Στεκόταν, ἤρεμος, ἀγέρωχος, στὸ στασίδι του κρατώντας στὰ χέρια του τὴν ὁλοφώτεινη λαμπάδα του, ποὺ μὲ τὸ φῶς της χαΐδευε τὸ ρυτιδωμένο πρόσωπό του. Στὸ κάλεσμα τοῦ ἱερέα: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», πῆγε πρῶτος αὐτὸς καί μαζί του ἱεραρχικὰ ὅλη ἡ φαμελιά του καὶ κοινώνησαν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Ὅταν ὁ λειτουργὸς διάβαζε τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ Γεωργακὸς στεκόταν μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη καὶ ἄκουγε μὲ προσοχή.
Στὰ λόγια του παπᾶ: «Ὁ Ἅδης, φησίν, ἐπικράνθη», ἐπαναλάμβανε τὸ «ἐπικράνθη» μὲ πεῖσμα καὶ θυμό, λὲς καὶ ἐκδικιόταν τὸν Ἅδη καὶ μαζί του τὸν διάβολο μὲ τὴ σκοτεινὴ δυναστεία του. Καὶ ὅταν τὸ κείμενο ἔφτασε στὸ: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται», ὁ τσέλιγκας, στὴν κάθε ἐπανάληψη τοῦ «Ἀνέστη», φώναζε δυνατὰ καὶ θριαμβευτικά, μὲ φωνὴ ποὺ σκέπαζε ἐκεῖνες τῶν συνεορταστῶν του, τὸ δικό του «Ἀνέστη».
Παρότι δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ὁ τρόπος ποὺ ἀντιδροῦσε στὸ ἄκουσμα τῶν ρημάτων «ἐπικράνθη καὶ Ἀνέστη», ἔδειχνε πὼς ὄχι μόνον τὰ καταλάβαινε, ἀλλὰ κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στὴν ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, νὰ τὸ ξέρει, θεολογοῦσε!
Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, ἀφοῦ εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ τὴ φαμελιά του καὶ τοὺς χωριανοὺς καὶ ἄκουσε τὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη», κίνησε γιὰ τὸ σπίτι του, γεμάτος ἀναστάσιμη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Ὅταν ἔφτασαν στὸ σπίτι, ἀφοῦ πρῶτα ἄναψαν τὸ καντήλι μὲ τὸ Ἀναστάσιμο Φῶς, ἔστρωσαν τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε τὴν παραδοσιακὴ μαγειρίτσα καὶ νὰ τσουγκρίσουν τὸ κόκκινο αὐγό.
Ἀφοῦ φάγανε καὶ οἱ ἄλλοι ἀποσύρθηκαν γιὰ ὕπνο, ὁ Γεωργακός, ποὺ δὲν τὸν χωροῦσε ὁ τόπος, πῆρε τὴν γκλίτσα του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πάει στὰ μαντριὰ νὰ δεῖ τί ζημιὰ τοῦ ἔκαναν οἱ λύκοι καὶ πόσα ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ ἀπόμειναν. Ἀνέβαινε τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὶς στάνες του, μὲ γρήγορο βηματισμό, ἔχοντας διαρκῶς τὸ νοῦ του στὰ ζωντανά του. Ὅταν ἔφτασε πολὺ κοντὰ τὸν ἀνησύχησε ἡ μεγάλη ἡσυχία ποὺ ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ.
-Ἄϊντε, εἶπε, πᾶνε τὰ προβατάκια μου, δὲν θὰ γλύτωσε κανένα.

Καὶ μ᾽ αὐτὲς τὶς σκέψεις, μπῆκε στὸ μαντρί. Ἐκεῖ, ἔζησε ὅλο το θαῦμα τῆς Ἀνάστασης:
Τὰ πρόβατά του εἶχαν στριμωχθεῖ ὅλα μαζὶ στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ μαντριοῦ, ἀκίνητα, σὰν μαρμαρωμένα.
Στὴν ἄλλη πλευρά, εἶδε νὰ γυαλίζουν, μέσα στὸ σκοτάδι, τέσσερα μάτια. Πάνω στὰ ξερὰ χορτάρια ποὺ στρώνουν οἱ βλάχοι γιὰ νἄναι τὰ ζωντανά τους στεγνὰ καὶ ζεστά, κάθονταν, σὰν τὰ ἤμερα σκυλιά, δυὸ λύκοι καὶ τὸν κοίταζαν. Συγκλονισμένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, πῆγε ἀθόρυβα καὶ ἄνοιξε σιγὰ-σιγὰ τὴ μαντρόπορτα. Ὕστερα, στάθηκε λίγο παράμερα καὶ γιὰ νὰ διώξει τοὺς δύο λύκους, κτύπησε μὲ δύναμη τὶς παλάμες τῶν χεριῶν του. Οἱ λύκοι πετάχτηκαν ἀμέσως ἔξω ἀπ’ τὸ μαντρὶ καὶ ἐξαφανίστηκαν. Ὁ Γεωργακὸς τότε στράφηκε πρὸς τὰ πρόβατα. Τὰ μέτρησε ἕνα πρὸς ἕνα καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Τὰ βρῆκε ὅλα, ὄχι μόνο ζωντανὰ καὶ σωστὰ στὸν ἀριθμό, ἀλλὰ καὶ ἀνέγγιχτα! Οἱ λύκοι, δηλαδὴ δὲν τὰ εἶχαν ἀκουμπήσει. Οὔτε κἄν μία σταλαγματιὰ αἵματος δὲν βρέθηκε πάνω στὸ μαλλί τους καὶ στὸ δάπεδο!
Ὁ πολύπειρος βοσκός, ποὺ στὰ τόσα χρόνια ποὺ φρόντιζε τὰ πρόβατά του, γνώρισε κι ἄλλες τέτοιες «ἐπισκέψεις», ποὺ ὅλες εἶχαν τὸ κόστος τους, ἄλλες μικρὸ καὶ ἄλλες μεγάλο, κατάλαβε πὼς αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβηκε τὴν Ἀναστάσιμη αὐτὴ νύχτα, ἦταν Θεία παρέμβαση!
Χωρὶς καμιά γι᾿ αὐτόν, ἀμφιβολία, ὁ Ἀναστᾶς Κύριος φίμωσε τὰ στόματα τῶν λύκων καὶ προστάτευσε τὰ πρόβατά του. Γι᾿ αὐτό, πῆγε καὶ γονάτισε ἀνάμεσά τους καὶ ἀφοῦ ἔκανε τρεῖς φορὲς τὸν σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά:
«Χριστὸς Ἀνέστη»!
Καὶ τότε, ὦ τῶν θαυμασίων Σου Κύριε, ὅπως ἔλεγε στοὺς χωριανούς του, ἄκουσε τὰ πρόβατα νὰ τοῦ ἀποκρίνονται, μὲ ἀνθρώπινη φωνή:
«Ἀληθῶς Ἀνέστη»!
-Τέτοιοι ἄνθρωποι, παιδί μου, ζοῦσαν στὰ χωριὰ μας ἐκεῖνα τὰ χρόνια, εἶπε ὁ μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας τὴν ἱστορία του. Ἄνθρωποι, φτωχοὶ μέν, ἀλλὰ ἀληθινοὶ χριστιανοί, μὲ μεγάλη πίστη καὶ εὐσέβεια.

Καὶ συνέχισε:

-Ἦταν ἀδιανόητο, γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως, νὰ λείψουμε τὴν ἁγιασμένη νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀπ᾿ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ παπᾶς μας δὲν «ἔβγαζε» Ἀνάσταση ἂν δὲν ἤσαν ὅλοι οἱ χωριανοὶ παρόντες, ἀπὸ τὰ βυζανιάρικα παιδιὰ μέχοι τοὺς γέροντες, μόνον οἱ κατάκοιτοι ἐξαιροῦνταν.
[Πηγή: https://saintkosmas.org/orthodox-heritage]