Γ2.19, Ἡ ἀξία τῆς ὑπομονῆς, (16/12/20).

 

ΚΙ ΑΛΛΟΣ ἀδελφός σέ κάποιο Κοινόβιο ἐπολεμεῖτο ἀπό τό λογισμό τοῦ νά φύγη. Ἀντιστεκόταν ὅμως σ' αὐτόν, μέ μεγάλη γενναιότητα. Μιά μέρα πού βασανίστηκε σκληρά πήρε ἕνα χαρτί κι ἔγραψε ὅλες τίς αἰτίες πού τόν ἔκαναν νά θέλη νά φύγη. Ἀπό κάτω σημείωσε, σάν νά ἔκανε συμφωνία μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, αὐτά τά λόγια:

– Ὑπόσχεσαι ὅτι θά τά ὑπομένης ὅλα αὐτά;

– Ναί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ὑπομείνω.

Ὑπέγραψε τή δήλωσι κι ἔκρυψε τό χαρτί προσεκτικά στή ζώνη του. Από τότε, ὅταν δινόταν κάποια αἰτία ἀπ’ ἐκεῖνες πού τόν παρακινοῦσαν νά φύγη, πήγαινε παράμερα, ἄνοιγε τό χαρτί καί διάβαζε:

Ἐν όνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑπομένω, πού εἶχε γράψει μέ τό ἴδιο του τό χέρι. Κύτταξε καλά, ἔλεγε στόν ἑαυτό του, δέν ὑποσχέθηκες σέ ἄνθρωπο, ἀλλά σ' αὐτόν τόν Παντοδύναμο Θεό.

Ἀμέσως ἡ ψυχή του εἰρήνευε. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο κατώρθωσε νά παραμένη ἤρεμος καί στόν πιό μεγάλο πειρασμό.

Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί τόν ἔβλεπαν νά ξεδιπλώνη συχνά ἐκεῖνο τό μυστηριῶδες γι’ αὐτούς χαρτί κι ἀποροῦσαν. Σιγά-σιγά ἄρχισαν νά ὑποψιάζονται. Σ’ αὐτό συνήργησε καί λίγος φθόνος, γιατί ἐκεῖνος εἶχε προοδεύσει πολύ μέ τήν ὑπομονή του. Ἐτσι δέν δίστασαν νά τόν διαβάλουν στόν Ἡγούμενο.

– Γέροντα, τοῦ εἶπαν μέ ἱερή τάχα ἀγανάκτησι, δέν ὑπάρχει πιά ἀμφιβολία ὅτι ὁ τᾶδε ἀδελφός εἴναι μᾶγος. Καιρό τόν παρακολουθοῦμε καί τό διαπιστώσαμε. Στή ζώνη του κρύβει τά μαγικά του κατάστιχα. Ἑμεῖς δέν τόν ἀνεχόμεθα πιά. Ἀρκετά ἕως ἐδῶ. Ἤ τόν διώχνεις λοιπόν παρευθῦς ἀπό τό Μοναστήρι ἤ φεύγομε ὅλοι ἑμεῖς σήμερα.

Ό Ἡγούμενος, πού ἤξερε πολύ καλά τόν Μοναχό του, γιά νά παραδεχθῆ τέτοια μομφή, κατάλαβε ἀμέσως τήν παγίδα πού πήγαινε νά τοῦ στήση ὁ διάβολος.

– Προσευχηθεῖτε τέκνα μου, γιά τόν ἀδελφό, τούς εἶπε μέ ὅλη του τήν ἀταραξία. Θά προσευχηθῶ κι ἐγώ καί ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά βγάλω τελική ἀπόφασι.

Τήν ἴδια νύκτα, ἐνῶ ὁ ἀδελφός κοιμόταν ἀμέριμνος, μπῆκε ὁ Ἡγούμενος ἀθόρυβα στό κελλί του. Πῆρε μέ τρόπο τό χαρτί ἀπό τή ζώνη του, τό διάβασε καί τό ‘βαλε στή θέσι του. Σάν πέρασαν oἱ τρεῖς ἡμέρες κάλεσε ὅλους τούς Καλόγηρους μαζί καί τόν κατηγορούμενο.

– Γιατί σκανδαλίζεις τούς ἀδελφούς; τοῦ φώναξε μέ αύστηρότητα μπροστά σ’ ὅλους.

Ὁ ταπεινός ἀδελφός ἔπεσε στά γόνατα καί εἶπε μέ φωνή, πού μόλις ἄκουγόταν, ἀπό τή ντροπή του:

– Ἥμαρτον, συγχωρῆστε με κι εὐχηθῆτε νά μ’ ἐλεήση ὁ Χριστός.

– Τί ἔχετε νά εἰπεῖτε γιά τόν ἀδελφό; ρώτησε τώρα τούς ἄλλους ὁ Ἡγούμενος.

– Εἴναι μάγος. Γέροντα. Στή ζώνη τοῦ κρύβει τις μαγείες, φώναξαν μέ μιά φωνή οἱ κατήγοροι.

– Τί κάθεστε λοιπόν καί τόν κυττᾶτε; Πάρτε του τά μαγικά, πρόσταξε ὁ Ἡγούμενος.

Ὅλοι μαζί τότε ἀκράτητοι ὥρμησαν ἐναντίον του νά τοῦ λύσουν τή ζώνη. Ἐκεῖνος ὁ δυστυχῆς προσπάθησε v’ ἀντισταθῆ, ἀλλά ποῦ νά τά βγάλη πέρα μέ τόσους. Στήν ἀπεγνωσμένη πάλη κόπηκε ἡ ζώνη κι ἔπεσε κάτω τό χαρτί. Ὁ Ἡγούμενος πρόλαβε καί τό σήκωσε. Τό ἔδωσε στό Διᾶκο καί τόν πρόσταξε νά διαβάση μεγαλοφώνως τό περιεχόμενο ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ συκοφάνται ἄκουγαν συγχυσμένοι. Σάν διαβάστηκαν μάλιστα τά τελευταῖα συγκινητικά λόγια:

Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἱησοῦ Χριστοῦ θά ὑπομένω, δέν ἤξεραν ποῦ νά κρυφτοῦν ἀπό τή ντροπή τους.

Ζήτησαν τέλος συγγνώμη ἀπό τόν Γέροντα καί ἀπό τόν ἀδελφό καί ἀπό τότε τόν σέβονταν σάν Ἅγιο, ὅπως στήν πραγματικότητα εἶχε γίνει μέ τήν ὑπομονή του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Γ, παρ. 2.19]