Γ-2.21, Ἡ ἀξία τῆς ὑπομονῆς, (16/12/20).

 

ΕΝΑΣ Γέροντας διηγεῖται πώς κάποτε συνήντησε ἕνα Μοναχό τόσο φτωχό, πού ἔλειπαν καί τά πιό στοιχειώδη μέσα γιά τήν συντήρησίν του, ἡ τροφή δηλαδή καί τά σκεπάσματα.

Ἧτο χειμώνας καί τό κρύο ἀνυπόφορο. Ὁ φτωχός Καλόγερος εἶχε ἕνα τριμμένο ψαθί. Ἔστρωνε τό μισό στις παγωμένες πλάκες τοῦ κελλιοῦ του γιά νά πλαγιάση καί μέ τό ἄλλο μισό προσπαθοῦσε νά σκεπαστῆ. Τό ἀποτέλεσμα ἤταν νά βασανίζεται ὁλόκληρες νῦχτες ἄγρυπνος, τρέμοντας ἀπό τό κρύο. Μιά φορά ὁ Γέροντας τόν ἄκουσε νά μονολογῆ δίνοντας θᾶρρος στόν ἑαυτό του:

– Σ' εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιά τα’ ἀγαθά πού μοῦ ἔχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αὐτή τή στιγμή δέν βρίσκονται στίς φυλακές ἀλυσοδεμένοι ἤ μέ τά πόδια περασμένα στό τιμωρητικό ξύλο καί δέν μποροῦν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνησι; ἐνῶ ἐγώ ξαπλώνω τά πόδια μου καί ξεκουράζομαι σάν βασιλιᾶς.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Γ, παρ. 2.21]