Γ-2.39, Ἡ ἀξία τῆς ὑπομονῆς, (23/12/20).

 

ΑΠΟ ΤΟΝ Ἑλενουπόλεως Παλλάδιο μαθαίνουμε πολλά γιά τούς σκληρούς ἀγώνας καί τήν ὑπεράνθρωπο ὑπομονή τῶν Ἀσκητῶν κι Ἐρημιτῶν τῆς ἐποχῆς του. Οἱ διηγήσεις του εἴναι ζωντανές, γιατί εἶδε μέ τά μάτια του καί συνωμίλησε μέ ὅλους αὐτούς τούς Ἁγίους ἄνδρας, ὅταν περιόδευε τά Μοναστήρια καί τά Ἡσυχαστήρια τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Ἀφρικῆς.

 Ό Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεῦς ἤ πολιτικός, ὅπως εἴναι πιά πολύ γνωστός, γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν Αἰγύπτιο, ἔκανε πολλές καί διάφορες ἀσκήσεις, γράφει ὁ Παλλάδιος. Ὅταν ἄκουγε γιά τούς πνευματικούς ἀγώνας κάποιου ἄσκητοῦ ἔβαζε ὅλη τού τή δύναμι νά τούς μιμηθῆ ἀμέσως. Κατόρθωσε μάλιστα, μέ τόν ὑπερβολικό του ζῆλο, νά τούς ξεπεράση. Κάποτε ἔμαθε πώς οἱ Ταβεννησιώται δέν ἔτρωγαν μαγειρευμένο φαγητό ὅλη τήν Τεσσαρακοστή. Ἔβαλε κι αὐτός ὅρο στόν ἑαυτό του νά μή βάλη στό στόμα του μαγείρευμα έπτά ὁλόκληρα χρόνια. Ἔτρωγε μόνο λάχανα ὠμά ἤ βρεγμένα ὄσπρια, ἄν τύχαινε νά βρῆ.

Ἄλλοτε πάλι τοῦ εἶπαν πώς ἕνας Ἐρημίτης ἔτρωγε μόνο μισή λίτρα ψωμί τήν ἡμέρα. Ἔκοψε εὐθῦς τό ξερό ψωμί του σέ μικρά κομματάκια, τά ἔβαλε σ' ἕνα σταμνί κι ἔτρωγε τόσο μόνο, ὅσο χωροῦσε ἡ χούφτα του.

— Συχνά ἡ πείνα μ' ἀνάγκαζε νά παραγεμίζω τήν παλάμη μου, ἔλεγε ἀστειευόμενεος στούς Ἀδελφούς, ἀλλά ὁ λαιμός τοῦ σταμνιοῦ ἤταν τόσο στενός πού ἀναγκαζόμουν νά τήν ἀδειάσω ἀρκετά γιά νά μπορῶ νά τήν τραβήξω ἔξω. Ὁ κακός τελώνης, ἡ κοιλιά, βλέπετε, δέν μοῦ ἐπέτρεπε τελεῖα ἀσιτία.

Ἄλλη φορά ἐπεχείρησε νά νικήση ἐντελῶς τόν ὕπνο. Γιά νά τό κατορθώση ἔμεινε 20 μερόνυχτα στό ὔπαιθρο, χωρίς νά βάλη καθόλου κάτω ἀπό στέγη τό κεφάλι του. Τήν ἡμέρα τόν πύρωνε ὁ φλογερός ἀφρικανικός ἥλιος, την δέ νύκτα τόν μούσκευε ἡ ὑγρασία.

— Ἄν δέν πρόφταινα τήν τελευταῖα ἡμέρα νά μπῶ στό κελλί μου, ἔλεγε ἀργότερα, θά ἔχανα τό λογικό μου, γιατί εἶχε ἀρχίσει νά ξηραίνεται ὁ Ἐγκέφαλος.

Ὅσο περνοῦσε ἀπό τό χέρι τού νίκησε τόν ὕπνο. Ὕστερα ὅμως ὑποχώρησε στήν ἀνάγκη τῆς φύσεως. Μιά μέρα πού καθόταν στό κελλί τού τόν δάγκασε ἕνα μεγάλο κουνούπι. Πόνεσε τόσο πολύ πού τοῦ ἔδωσε μιά μέ τό χέρι τού καί τό σκότωσε. Μεταμελήθηκε ὅμως εὐθῦς γιά τήν ἐκδίκηση καί γιά νά τιμωρήση τόν ἑαυτό του πῆγε στό ἔλος πού βρισκόταν πολύ βαθειά στήν ἔρημο. Ἔμεινε ἐκεῖ ἔξι μῆνες γιά νά τόν βασανίζουν τά κουνούπια, πού ἤταν μεγάλα σάν σφῆκες καί μέ τά κεντριά τους μποροῦσαν νά τρυπήσουν δέρμα ἀγριοχοίρου. Ὅταν γύρισε πίσω στή σκήτη, μόνο ἀπό τή φωνή γνωριζόταν πώς ἤταν ὁ Μακάριος. Τόσο εἶχε ἀλλοιωθῆ τό δέρμα του ἀπό τά τσιμπήματα τῶν κοινουπιῶν.

Επειδή ἄκουγε συχνά πώς οἱ Ταβεννησιώται ζοῦσαν πολύ πνευματικό βίο, πῆρε τήν ἀπόφασι νά τούς ἐπισκεφθῆ καί νά ἰδῆ μέ τά μάτια του. Φόρεσε κοσμικά ρούχα, γιά νά μή τόν καταλάβουν, κι ἀφοῦ ἔκανε δεκαπέντε ἡμερῶν δρόμο μέ τά πόδια, έφθασε στή Θηβαίδα στό περιβόητο Κοινόβιο. Ζήτησε νά ἰδῆ τόν Προεστώτα. Ὅταν τόν ὁδήγησαν στόν Παχώμιο τοῦ ἔβαλε μετάνοια καί τόν παρεκάλεσε νά τόν κρατήση στό Μοναστήρι γιά νά τόν κάνη καλόγερο. Ὁ Παχώμιος τόν κύτταξε καλά-καλά μέ συγκατάβασι, ἀλλά δέν τοῦ ἀπέκρυψε τίς σκέψεις του.

— Ἐσύ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἔχεις χάσει πιά τίς δυνάμεις σου ἀπό τά γεράματα, τοῦ εἶπε. Πῶς θά κατορθώσης νά σηκώσης τά βάρη τῆς μοναχικῆς ζωής; 0ἱ ἀδελφοί ἐδῶ ἔχουν ἔλθει ἀπό πολύ νέοι κι εἴναι πιά ἐξοικειωμένοι μέ τή σκληραγωγία. Σύ ὅμως εἴναι ἀδύνατον τώρα νά συνηθίσης. Γρήγορα θά κουραστῆς. Θά γυρίσης στόν κόσμο καί θ’ ἀρχίσης νά κακολογῆς τά Μοναστήρια καί τούς Μοναχούς. Ἔτσι καί τήν ψυχή σου θά βλάψης κι ἐκείνους πού θά σέ πιστέψουν.

Μ' αὐτά καί μέ ἄλλα ἀκόμη ὁ Παχώμιος τοῦ ἔδωσε νά καταλάβη πώς ἔπρεπε νά φύγη καί νά τούς ἀφήση ἥσυχους. Ὁ Μακάριος ὅμως δέν ἔφυγε. Ἑπτά ἡμερόνυκτα ἔμεινε ἔξω ἀπό τήν αὐλόπορτα τοῦ Μοναστηριοῦ, νηστικός καί διψασμένος, ἰκετεύοντας νά τόν δεχθοῦν. Ὅταν τό ἔμαθε ὁ Παχώμιος, τόν φώναξε πάλι, γιά νά τοῦ ἐπαναλάβη τά ἴδια:

— Εἴσαι γέρος πιά, δέν μπορεῖς τώρα νά γίνης καλόγερος.

— Κράτησέ με, Ἀββᾶ, ἐπέμενε νά παρακαλῆ ὁ Μακάριος, κι ἄν δέν νηστεύω καί δέν ἐργάζωμαι, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πρόσταξε νά μέ διώξουν.

— Μπροστά σέ τόση ἐπιμονή ὁ Παχώμιος ὑπεχώρησε. Τόν κράτησε δοκιμαστικά καί τόν ἔστειλε μέ τούς ἀρχαρίους.

Τήν ἐποχή ἐκείνη ζοῦσαν στό Κοινόβιο χίλιοι τετρακόσιοι περίπου Μοναχοί. Ἦσαν χωρισμένοι σέ τάγματα, σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς πού εἶχε βάλει ὁ ἴδιος ὁ Παχώμιος. Ἡ κυριώτερη ἀπασχόλησί τους ἤτο ἡ προσευχή κι ὕστερα τό ἐργόχειρο.

Μετά ἀπό λίγες ἑβδομᾶδες ἦλθε ἡ Τεσσαρακοστή. Παρατήρησε τότε ὁ Ἀββᾶς Μακάριος πώς οἱ ἀδελφοί ἔκαναν διάφορες πνευματικές ἀσκήσεις. Οἱ πιό ἀρχάριοι ἔτρωγαν μία φορά τήν ἡμέρα, μετά τή δύσι τοῦ ἥλιου. Οἱ πιό προοδευμένοι κάθε δύο ἡμέρες. Οἱ τελειότεροι κάθε πέντε. Πολλοί ἀγρυπνοῦσαν ὄρθιοι ὁλόκληρη τή νύκτα καί τήν ἡμέρα κάθονταν στο ἐργόχειρο. Καθένας, τέλος πάντων, ἀγωνιζόταν ἀνάλογα μέ τίς σωματικές καί πνευματικές του δυνάμεις.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔβρεξε κάμποσα φοινικόφυλλα καί τά ἐτοίμασε, ὅπως ἤξερε. Στάθηκε κατόπιν σέ μιά παράμερη γωνιά τῆς αὐλῆς κι ἄρχισε νά πλέκη ψαθί. Ὁλόκληρη τήν Τεσσαρακοστή δέν ἔβαλε ψωμί στό στόμα του, δέν ἤπιε νερό, δέν κάθισε σέ σκαμνί, δέν πλάγιασε νά κοιμηθῆ. Ἀπό Κυριακή σέ Κυριακή μόνο ἔτρωγε πολύ λίγα ὠμά λάχανα, γιά νά μήν τόν πειράζη ὁ δαίμονας τῆς κενοδοξίας πώς τάχα νηστεύει. Μέ κανένα δέ μίλησε οὖτε τήν παραμικρή κουβέντα. Στεκόταν μέ ἀπόλυτη σιωπή, προσέχοντας μόνο στό πλέξιμό του καί δέν σταμάτησε οὖτε στιγμή ὁ νοῦς του νά προσεύχεται.

Οἱ Ταβεννησιώται γρήγορα ἀντελήφθηκαν τήν ἀξιοθαύμαστη ἄσκησί του. Ἀπόρησαν στήν ἀρχή. Ὕστερα ἔνοιωσαν ντροπή.

— Πῶς ἦτο δυνατόν ἕνας γέρος ἄνθρωπος καί χθεσινός ἀκόμη στή μοναχική ζωή νά τούς ἔχη τόσο ξεπεράσει; Σκέφθηκαν, ξανασκέφθηκαν, δέν ἔβρισκαν λύσι καί κατέφυγαν στόν Ἡγούμενό τους.

— Γιά νά μάς ντροπιάσης, Ἀββᾶ μᾶς ἔφερες ἐδῶ αὐτόν τόν ἄσαρκο ἄνθρωπο; τοῦ εἶπαν. Λοιπόν ἤ τόν διώχνεις ἀπό τό Μοναστήρι ἡ ὅλοι μας φεύγομε καί σ’ ἀφήνομε.

Σάν ἔμαθε ὁ Παχώμιος τήν ἄφθαστη πολιτεῖα τοῦ γέροντος, ἔμεινε κατάπληκτος. Κατάλαβε πώς κάποιο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ὑπόθεσις καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά τοῦ τό ἀποκαλύψη. Κι ὁ Θεός τοῦ τό φανέρωσε. Τότε ὁ Παχώμιος κατενθουσιασμένος πῆγε στή γωνία, πού ἐξακολουθοῦσε νά στέκεται ὁ Μακάριος, τόν πῆρε ἀπό τό χέρι, τόν ἔφερε στήν Ἐκκλησία κι ἀφοῦ τόν ἀγκάλιασε καί τόν φίλησε, τοῦ εἶπε μέ θαυμασμό:

—  Ἔλα, μήν κρύβεσαι πιά, Καλόγερε! Δοξάζω τόν Θεόν πού ξεπλήρωσε κι αὐτή μου τήν ἐπιθυμία, νά σέ ἰδῶ καί νά ὠφεληθῶ ἀπό τό παράδειγμά σου. Σοῦ χρεωστῶ μεγάλη χάρι γιατί ταπείνωσες καί τά πνευματικά μου τέκνα, δείχνοντάς τους τί εἴναι πραγματική ἄσκησις. Ἀλλά ἀρκετά μάς ἐδίδαξες. Μπορεῖς τώρα νά γυρίσης ἰκανοποιημένος στόν τόπο σου. Μόνο μή παύσης νά προσεύχεσαι γιά μᾶς.

Ἔτσι ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ἀφοῦ εὐχήθηκε στόν Παχώμιο καί τή συνοδεία του, γύρισε πίσω στό κελλί του.

Μοῦ ἐμπιστεύτηκε αὐτός ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, συνεχίζει ὁ Παλλάδιος, ὅτι κάποτε ἐπεχείρησε γιά πέντε συνεχεῖς ἡμέρες ν’ ἀπομακρύνη ἐντελῶς τό νοῦ του ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά συλλογίζεται μόνο τόν θεόν καί τά οὐράνια. Γιά νά τό κατορθώση κλείστηκε στό κελλί του, κλείδωσε τήν ἐξώθυρα γιά νά μήν τόν ἐνοχλήση κανεῖς, στάθηκε σέ προσευχή μέ τά χέρια ὑψωμένα καί εἶπε στό λογισμό του:

 Ἀνέβα στόν οὐρανό καί ἀπόλαυσε τά ἐκεῖ. Θά συναντήσης Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους καί ὅλες τίς ἄνω δυνάμεις, τά Χερουβεῖμ καί τά Σεραφεῖμ καί πάνω ἀπό ὅλα αὐτόν τόν Δημιουργόν καί Πλάστην Θεόν. Μήν κατέβης ἀπ’ αὐτό τό ὕψος στά μάταια καί φθαρτά.

Δύο ἡμέρες ἔμεινε ὁ νοῦς του ἀσάλευτος στή θεία ἐκείνη θεωρία. Τόσο πολύ ὅμως ἐξώργισε τό διάβολο πού γιά νά τόν ἐμποδίση νά συνεχίση, ἔβαλε φωτιά κι ἔκαψε ὅλα τά πράγματα τοῦ κελλιοῦ του. Ὤς καί τό ψαθί πού πατοῦσε. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά διακόψη τή θεωρία του ὁ Ὅσιος, ὄχι γιατί δείλιασε τή δαιμονική πυρκαγιά, ἀλλά γιά τόν κίνδυνο τῆς ὑψηλοφροσύνης.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Γ, παρ. 2.39]