Δ-1.10, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (13/1/21).

 

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ποῦ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμός στήν Αἴγυπτο, ζοῦσε στήν Ἀλεξάνδρεια μιά ὀρφανή κόρη πού τήν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοί γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιά πρῶτα ἀπ' ὅλα τήν εὐσέβεια καί τήν ἀγάπη τους γιά τούς φτωχούς καί ξένους κι ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καί πολλά χρήματα γιά νά πορεύεται.

Ἡ κόρη, ἀπό μεγάλη εὐλάβεια πρός τούς Ἐρημίτας, ἔκανε τό σπίτι της ξενῶνα γιά χάρι τους κι ὅταν κατέβαιναν στήν πόλι νά πουλήσουν τά ἐργόχειρά τους, τούς περιποιόταν μ’ ὅλη της τήν καρδιά. Μέ τά χρόνια ὅμως τά λεπτά τῆς Ταϊσίας ξοδεύονταν κι ἡ ἴδια ἄρχισε νά στερῆται. Τότε μπῆκαν στή μέση κακοί καί διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τή δυστυχία της καί μέ τήν πονηριά τους τήν παρέσυραν στην διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα.

Ὅταν ἔμαθαν τό κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νά κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι τους γιά νά τή σώσουν.

— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τά μέσα, μάς ἔδειχνε ὅλη τη συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποῦ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει νά ξεπληρώσωμε κι ἐμεῖς τό χρέος μας σ’ αὐτή.

Ἀνέθεσαν λοιπόν στόν Ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό τή λεπτή καί δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στήν ἀρχή δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τό ἔργο. Τέλος ὅμως, γιά νά μή γίνη παρήκοος στούς Γέροντας, ἀποφάσισε νά κατέβη στήν πόλι καί νά παρουσιαστῆ στό σπίτι τῆς ἀμαρτωλῆς. Παρεκάλεσε τή θυρωρό νά τόν ὁδηγήση στήν κυρία της.

— Φύγε ἀπό ΄δῶ, παληοκαλόγερε, τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρώτα τήν περιουσία της κι ἀκόμη δέν παύετε νά τήν ἐνοχλῆτε.

Ὁ Ἀββᾶς δέν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νά παρακαλῆ νά ἰδῆ τήν Ταϊσία, γιά κάτι πολύ ὠφέλιμο γι’ αὐτήν, ἔλεγε. Μπροστά στή μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γρηά ὑποχώρησε καί πήγε νά εἰδοποιήση τήν κυρία της.

— Αὐτοί οἱ καλόγηροι ψαρεύουν συχνά στήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.

Κυττάχτηκε στόν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τά μαλλιά καί τά φορέματά της, ἔρριξε καί κάμποσο ἄρωμα ἐπάνω της καί ξάπλωσε στό χαμηλό ντιβάνι, μέ τό ὔφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιά νά ὑποδεχτῆ τόν Ἐρημίτη.

Ό Ἀββᾶς Ἰωάννης πέρασε στό δωμάτιο περίλυπος. Στάθηκε ἀπέναντι της. Τήν κύτταξε ἀρκετή ώρα ἀμίλητος μέ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μέ σιγανή φωνή:

— Σέ τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καί τόν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαγχνα;

Σταμάτησε. Δέν μποροῦσε νά συνέχιση. Τόν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπό τά βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτερά δάκρυα. Ἐκείνη ἔνοιωσε συστολή. Ἄφησε τήν ἄπρεπη προκλητική της στάσι καί στενοχωρημένη τόν ἐρώτησε:

— Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ;

— Πῶς νά μήν κλάψω, κόρη μου, πού βλέπω τό σατανᾶ νά παίζη στή μορφή σου;

Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τό κορμί της.

— Τώρα πού ἦρθες εἶναι πολύ ἀργά, Γέροντα. Δέν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τά κύλισα ὅλα στή λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.

Ἤθελε καί κάτι ἄλλο νά πῆ, ἀλλά σταμάτησε. Ὁ Γέροντας περίμενε μέ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατά γιά τή σωτηρία τῆς κόρης, πού λές καί γύρευε νά τραντάξη τά οὐράνια.

— Ὑπάρχει τάχα τώρα σωτηρία καί γιά μένα, Ἀββᾶ; ψιθύρισε μ' ἀμφιβολία ἐκείνη.

— Ὤ ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μ' ἀγωνία ὁ Γέροντας. Ἡ μετάνοια φέρνει σωτηρία.

— Τό θαῦμα, πού τόση ὤρα γύρευε μέ τήν προσευχή του, ἔγινε τή στιγμή ἐκείνη.

Η Ταϊσία ἔπεσε συντριμμένη στά πόδια του καί μέ δάκρυα στά μάτια παρακάλεσε:

— Βγάλε μέ ἀπό ΄δῶ μέσα, Πάτερ. Δεῖξε μου τό δρόμο τῆς σωτήριας.

— Ἀκολούθησέ με.

Χωρίς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε κι ἀκολούθησε τόν Γέροντα. Ἐκεῖνος ἐθαύμασε πῶς δέν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιά τό σπιτικό της. Πῆραν τό δρόμο γιά τήν ἔρημο. Μά εἶχαν πολύ ἀκόμη νά βαδίσουν καί τούς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ἔκοψε μερικούς θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιά τήν κόρη.

— Κοιμήσου ὥς νά ξημερώση, τήν συμβούλεψε. Ἔχομε νά κάμωμε ἀκόμη πολύ δρόμο.

Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε κάμποσο. Εἶπε τίς προσευχές του καί πλάγιασε στό χώμα νά ξαποστάση, παίρνοντας γιά προσκεφάλι του μιά σκληρή πέτρα. Πῆρε λίγο ὕπνο καί ξύπνησε πάλι τά μεσάνυχτα νά συνέχιση τήν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στά μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπό τό σημείο, πού εἶχε ἀφήσει τήν κόρη νά κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὅλοφώτεινος πού ἄγγιζε τόν οὐρανό. Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μιά ψυχή, ὁλόλευκη σάν περιστέρι, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος στάθηκε πολλή ὥρα καί κύτταζε συνεπαρμένος ἀπό τό ὅραμα. Ὕστερα κίνησε νά πάη στό μέρος πού βρισκόταν ἡ Ταϊσία. Τῆς φώναξε νά ξυπνήση. Δέν ἄκουσε. Τήν κίνησε ἐλαφρά. Δέν αἰσθανόταν. Εἶχε πιά πεθάνει.

Συγκινημένος βαθειά ὁ Ἐρημίτης, γονάτισε πλάι στ' ἄψυχο σώμα καί παραδόθηκε σέ θερμή προσευχή. Τότε τοῦ φάνηκε πώς μιά γλυκειά φωνή βεβαίωνε τό σαστισμένο λογισμό του:

— Ἀρκεῖ λίγος χρόνος βαθειᾶς συντριβῆς γιά νά βρῆ ἡ ψυχή τό δρόμο τῆς σωτηρίας.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.10]