Δ-1.11, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (13/1/21).

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ πήγε κάποτε ἐπισκέπτης σ' ἕνα Μοναστήρι. Ἦταν Κυριακή. Οἱ καλόγεροι μαζεύονταν στήν Ἐκκλησία νά λειτουργηθοῦν. Ὁ Ὅσιος στάθηκε σέ μιά παράμερη γωνιά. Ἀπό κεῖ παρατηροῦσε, χωρίς νά φαίνεται, τούς ἀδελφούς πού ἔμπαιναν στήν Ἐκκλησία. Εἶχε χάρισμα ἀπό τόν Θεό νά διαβάζη τήν ψυχή, καθώς ἐμεῖς διαβάζομε τήν ὄψι τῶν συνανθρώπων μας.

Οἱ περισσότεροι ἀδελφοί εἶχαν χαρούμενο πρόσωπο, πού ἔδειχνε ἀμέσως τήν έσωτερική τους διάθεσι. Ὁ καθένας εἶχε πλάι του τόν φύλακα ἄγγελό του, πού ἀκτινοβολοῦσε κι’ ἐκεῖνος ἀπό χαρά. Ὅλα αὐτά ἔδειχναν ἁγιότητα, πρόοδο στήν ἀρετή! Ὁ Ἀββᾶς Παῦλος εὐχαριστοῦσε μέ τήν καρδιά του τό Θεό.

Καθυστερημένος πολύ ἔφτασε ἕνας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους φαινόταν! Τό πρόσωπό του ἦταν σκοτεινό, ἄγριο. Τόν ἀκολουθοῦσαν πολλοί δαίμονες, πού προσπαθοῦσαν ὁ καθένας χωριστά νά τόν τραβήξη μέ τό μέρος του. Ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος φαινόταν σάν χαμένος. Ὁ Ἄγγελός του περίλυπος στεκόταν οέ ἀπόστασι. Κάτι τόν έμπόδιζε νά πλησιάση. Ὁ Ὅσιος ἔβγαλε βαθύ στεναγμό. Ἔκλαψε μέ συμπόνια γιά τή βασανισμένη ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ. Ἡ Θεία Λειτουργία τελείωσε. Οἱ καλόγεροι μέ τή σειρά ἄρχισαν νά βγαίνουν. Ὁ Ὅσιος πάλι ἔβλεπε.

Τώρα ἔδειχναν πιό λαμπρισμένοι. Οἱ Ἄγγελοί τους φωτεινότεροι. Ὁ Ἀββᾶς Παῦλος δέν κινήθηκε ἀπό τήν θέσι του. Περίμενε νά ἰδῆ κι’ ἐκεῖνον τόν ἄλλο, πού τόσο εἶχε προσευχηθῆ γι’ αὐτόν σ’ ὅλη τή Λειτουργία. Δέν ἄργησε νά φανῆ κι’ ἐκεῖνος. Τί ἀλλαγή! Ἡ ὄψις του ἀκτινοβολοῦσε! Τά πονηρά πνεύματα εἶχαν ἐξαφανισθῆ. Ὁ φύλακας Ἄγγελος τόν σκέπαζε μέ τίς φτεροῦγες του. Πόσο εὐχαριστημένος ἔδειχνε τώρα!

Δόξα σοι, ὁ Θεός! ξέφυγε χωρίς νά θέλη ἀπό τά χείλη τοῦ Ὁσίου.

Οί ἀδελφοί γύρισαν καί τόν κύτταξαν μέ ἀπορία. Ἐκεῖνος τότε τούς φανέρωσε τί εἶχε ἰδεῖ τό πρωϊνό στήν Ἐκκλησία. Ὕστερα ἀνάγκασε τόν ἀδελφό νά εἰπῆ μέ τί διαθέσεις πῆγε στή Λειτουργία καί πῶς ἔφευγε. Ἐκεῖνος δέ δίστασε νά ἐξομολογηθῆ μπροστά σ' ὅλους:

— Μέχρι σήμερα, εἶπε, περνοῦσα μέ ἀμέλεια τήν ζωή μου. Τά πάθη κι’ οἱ κακοί λογισμοί μέ εἶχαν τόσο κυριέψει, πού δέν μοῦ ἔκανε πιά καρδιά νά φροντίσω γιά τή διόρθωσί μου. Σήμερα ὅμως μέ ἐλέησε ὁ Θεός. Πρόσεξα μέ ἰδιαίτερη προσοχή τήν ἀνάγνωσι. Ἄκουσα τόν Προφήτη ἤ μᾶλλον τόν ἴδιον τόν Θεό νά λέη μέ τό στόμα ἐκείνου στούς ὁμοίους μου ἀμαρτωλούς:

«Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τᾶς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν... καί ἐάν ὦσιν αἱ ἀμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν ὡς χιόνια λευκανῶ...[1]».

Ἡ καρδιά μου συντρίφτηκε. Ἔκλαψα καί παρακάλεσα τόν Οὐράνιο Πατέρα νά κάνη σέ μένα τόν ἄθλιο, αὐτά πού ὑπόσχεται μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου. Ἔδωσα κι’ ἐγώ ὑπόσχεσι ν’ ἀφήσω τήν ἀμέλεια καί νά κοπιάσω σκληρά γιά τή διόρθωσί μου. Μ’ αὐτές τίς διαθέσεις βγῆκα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀποφασισμένος πιά νά κρατήσω τήν ὑπόσχεσί μου.

Ὁ Ὅσιος καί οἱ Ἀδελφοί πού ἄκουσαν τήν ἐξομολόγησι τοῦ μοναχοῦ θαύμασαν κι’ ἔλεγαν μεταξύ τους:

— Εἶναι πραγματικά ἀνυπολόγιστη ἡ ἀξία τῆς μετανοίας.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.11]