Δ-1.13, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (27/1/21).

 

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, παρασυρμένος ἀπό τήν τρομερή δύναμι τῆς κακῆς συνήθειας, ἔπεφτε συχνά σέ βαρύ ἀμάρτημα. Δέν ἄφηνε ὅμως τόν ἀγῶνα. Ὕστερα ἀπό κάθε κατρακύλισμα ἔχυνε πύρινα δάκρυα καί προσευχόταν στόν Θεό μ’ αὐτά τά πονεμένα λόγια:

— «Κύριε, σῶσε με, εἶτε θέλω εἶτε δέ θέλω. Ἐγώ σάν χωματένιος, πού εἶμαι, τραβιέμαι εὔκολα ἀπό τήν λάσπη τῆς ἁμαρτίας. Σύ ὅμως ἔχεις τή δύναμι νά μ’ ἐμποδίσης. Δέν εἶναι θαυμαστό, Θεέ μου, ἄν ἐλεήσης τόν δίκαιο, οὔτε ἄν σώσης τόν ἐνάρετο, γιατί αὐτοί εἶναι ἄξιοι νά γευθοῦν τήν ἀγαθότητά σου. Σέ μένα τόν ἁμαρτωλό δεῖξε, Κύριε, τό ἔλεος καί τή φιλανθρωπία Σου, καί σῶσε με μέ θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ' ὅλη τήν ἄθλιότητά μου σέ Σέ μόνο καταφεύγω ὁ δυστυχής».

Αὐτά ἔλεγε μέ συντριβή ὁ νέος καί ὅταν κυριευόταν ἀπό τό πάθος καί ὅταν ἀκόμη ἦτο ἤρεμος. Κάποια φορά, πού πάλι νικήθηκε ὕστερα ἀπό ἀγωνιώδη ἀντίστασι, γονάτισε παρευθύς κι’ ἐπανέλαβε τά ἴδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Ἡ ἀκατανίκητη ἐλπίδα του στή θεία εὐσπλαγχνία ἐρέθισε τόν διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του ὅλος μανία καί τοῦ φώναξε:

— Ἄθλιε, δέν νοιώθεις λίγη ντροπή, ὅταν μέ τέτοια χάλια τολμᾶς νά προσεύχεσαι καί νά παίρνης στό στόμα σου τοῦ Θεοῦ τό ὄνομα; Μάθε μιά γιά πάντα πώς γιά σένα δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Ὁ γενναῖος ἀγωνιστής δέν φοβήθηκε, οὔτε τήν ἐλπίδα του ἔχασε, ὅπως περίμενε ὁ διάβολος.

— Μάθε κι’ έσύ, τοῦ ἀποκρίθηκε θαρρετά, πώς τό δωμάτιο αὐτό εἶναι σιδηρουργεῖο. Μιά σφυριά δίνεις καί μιά παίρνεις. Δέν θά πάψω νά σέ πολεμῶ μέ τή μετάνοια καί τήν προσευχή, ὥσπου νά βαρεθῆς νά μέ πολεμᾶς κι’ ἐσύ μέ τήν ἁμαρτία.

— Ἔτσι λοιπόν; φώναξε ὁ διάβολος μέ κακία. Ἀπό ‘δῶ κι’ ἐμπρός παύω νά σέ πολεμῶ, γιά νά μήν αὐξηθοῦν τά βραβεῖα τῆς ὑπομονῆς σου. Κι’ ἔγινε ἄφαντος.

Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἔπαψε ὁ πόλεμος τοῦ νέου. Ἐκεῖνος ὅμως οὔτε μιά στιγμή δέν ἔπαυσε νά προσέχη τόν ἑαυτό του καί ἔκλαιε συχνά σάν θυμόταν τά σφάλματά του.

— Εὔγε σου! Ἔχεις κατάνυξι, τοῦ ψιθύριζε καμμιά φορά στό λογισμό του ὁ ἐχθρός γιά νά τόν ρίξη τώρα στήν ὑψηλοφροσύνη.

— Ἀνάθεμα σέ τοῦτο τό καλό, ἀποκρινόταν μέ περιφρόνησι ὁ νέος. Μήπως ἀρέσει στό Θεό νά χάση ὁ ἄνθρωπος τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του μέ ρυπαρές πράξεις κι’ ὕστερα νά κάθεται νά κλαίη;

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.13]