Δ-1.14, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (27/1/21).

 

Σ' ΕΝΑ Κοινόβιο στήν Αἴγυπτο ἦτο ἕνας ἀδελφός ἐνάρετος καί Διάκονος στήν τάξι. Κάποτε ζήτησε ἄσυλο στό Μοναστῆρι ἕνας πολιτικός φυγᾶς μ’ ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά του. Ὁ διάβολος λοιπόν τά ἔφερε ἔτσι πού νά πέση σέ ἁμαρτία ὁ Διάκονος μέ κάποια ἀπό τίς νεαρές φιλοξενούμενες ἀρχοντοποῦλες. Τό κακό δέν ἄργησε νά φανερωθῆ καί νά σκανδαλίση πολλές συνειδήσεις.

Ό φταίχτης ὅμως μετανόησε εὐθύς. Πῆγε χωρίς χρονοτριβή σ' ἕνα γείτονά τους Ἅγιο Ἐρημίτη καί μέ συντριβή ἐξωμολογήθηκε τήν ἁμαρτία του. Ὁ Γέροντας εἶχε μιά κρύπτη στό έσωτερικό τῆς καλύβας του. Ὁ Διάκονος τό ἤξερε. Τόν παρακάλεσε νά τοῦ τή δώση γιά νά ταφῆ μέσα ζωντανός, νά κλαίη ὥσπου νά τόν εὕρη ὁ θάνατος γιά τήν ἀσυγχώρηση πρᾶξι του. Ἔτσι ἔγινε. Ὁ ἁμαρτωλός κλείστηκε στό σκοτεινό του τᾶφο. Ὁ Γέροντας κάθε βράδυ τοῦ ἔρριχνε λίγο ψωμί ἀπό ἕνα μικρό ἄνοιγμα.

Πέρασαν χρόνια. Οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τά ἴχνη τοῦ Ἀδελφοῦ. Βαρέθηκαν μέ τόν καιρό νά σχολιάζουν τό σκάνδαλο. Στό τέλος τό ἔρριξαν στή λησμοσύνη.

Μιά ἐποχή ὁ Νεῖλος κράταγε μέ πεῖσμα τά νερά του χαμηλά. Δέν φούσκωνε νά ποτίση τή διψασμένη ἀπό τό λιοπύρι αἰγυπτιακή πεδιάδα. Τά χωράφια χλώμιασαν, τά σπαρτά καταστρέφονταν σιγά-σιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Ἀπελπισμένοι οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν στά Μοναστήρια καί στίς Ἐκκλησίες γιά προσευχές καί λιτανεῖες. Μάταια ὅμως. Τά νερά τοῦ ποταμοῦ δέν ἀνέβαιναν μέ κανένα τρόπο.

Τέλος, ὁ Ἐπίσκοπος μιᾶς ἐπαρχίας, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, πού ἔκανε πολύ προσευχή γιά τή δυστυχία τοῦ κόσμου, ἄκουσε φωνή στόν ὕπνο του νά τοῦ λέγη πώς, ἄν δέν προσευχηθῆ ὁ Διάκονος πού εἶναι κρυμμένος στήν καλύβα τοῦ τάδε Γέροντος, τό νερό δέν ἀνεβαίνει.

Τήν ἄλλη μέρα ὁ εὐσεβῆς Ἐπίσκοπος μέ ὅλο τόν κλῆρο του καί πολύ λαό πῆγε στήν καλύβη τοῦ Γέροντος κι’ ἔβγαλε διά τῆς βίας τόν Διάκονο ἀπό τήν κρυψώνα του. Τόν ανάγκασε νά προσευχηθῆ.

Μόλις ἐκεῖνος ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχῆς, ὁ ποταμός πλημμύρισε κι’ ἐπότισε τά διψασμένα χωράφια.

Οί ἄνθρωποι πού πρίν εἶχαν σκανδαλισθῆ μέ τό σφάλμα τοῦ Διακόνου, βλέποντας τώρα τήν παρρησία πού εἶχε ἀποκτήσει μέ τήν καλή του μετάνοια, τόν εὐλαβήθηκαν κι’ ἐδόξασαν τόν Θεόν.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.14]