Δ-1.15, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (3/2/21).

 

ΕΝΑΣ Μοναχός κατέβηκε στήν πόλι νά πουλήση τό ἐργόχειρό του. Στό δρόμο συνάντησε κατά τύχη μιά ώραία νέα, θυγατέρα εἰδωλολάτρου ἱερέως. Ἄφησε ἀφύλαχτο τόν ἑαυτό του καί τόσο κυριεύτηκε ἀπό τήν κακή ἐπιθυμία, πού ξέχασε τίς ὑποσχέσεις πού εἶχε δώσει στόν Χριστό γιά παρθενία καί ἁγνότητα καί τή ζήτησε ἀπό τόν πατέρα της γιά σύζυγο.

— Δέν μπορῶ νά σοῦ ὑποσχεθῶ, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, ἄν δέν ρωτήσω πρῶτα τό Θεό μου.

Πῆγε πράγματι στό μαντεῖο νά πάρη χρησμό.

— Ζήτησέ του ν’ ἀρνηθῆ τό σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ καί τό Βάπτισμά του, ἀπάντησε τό μαντεῖο, ἤ μάλλον ὁ διάβολος.

— Άρνοῦμαι καί τά δύο, τόλμησε νά ξεστομίση ὁ δυστυχισμένος καλόγερος, σκοτισμένος ἀπό τήν παράλογη ἐπιθυμία του. Τότε εἶδε νά βγαίνη ἀπό τό στόμα του ἕνα κάτασπρο περιστέρι καί νά χάνεται στό ἄπειρο.

Ό πατέρας τῆς νέας ὅμως δέν ἰκανοποιήθηκε ἀμέσως, ζήτησε καί δεύτερο χρησμό.

— Μή τοῦ δώσης τή θυγατέρα σου, εἶπε τό μαντεῖο. Ὁ Θεός του δέν τόν ἐγκατέλειψε ἀκόμη.

Σάν τ' ἄκουσε ὁ ἀρνητῆς συγκλονίστηκε, συντρίφτηκε ἡ καρδιά του.

— Ό ἄθλιος ἐγώ, ἐφώναξε, ἀρνήθηκα ἕνα Θεό πού ποτέ δέν ἀρνεῖται τό ἔργον τῶν χειρῶν Του.

Θρηνώντας τή φοβερή ἁμαρτία του πικρά, σάν τόν Πέτρο, γύρισε στήν ἔρημο. Πῆγε εὐθῦς σ' ἕναν ἀπό τούς Ἅγιους Πατέρας κι’ ἐξωμολογήθηκε βαθειά μετανοημένος.

Ἐκεῖνος τόν ἄκουσε μέ κατανόησι, τόν στήριξε, τόν παρηγόρησε, ἀλλά τοῦ ἔδωσε βαρύ ἐπιτίμιο:

— Κλείσου σ' ἐκεῖνο τό ἀπόμερο σπήλαιο, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔδειξε τή σπηλιά πού ἤταν ἐπάνω ἀπό τήν καλύβα του, στήν κορφή τοῦ βράχου. Τρῶγε λίγο ξερό ψωμί μιά φορά στίς τρεῖς ἡμέρες καί μή παύσης νά προσεύχεσαι μέ θερμά δάκρυα στόν φιλάνθρωπο Θεό νά σ' ἐλεήση. Τό ἴδιο θά κάνω κι’ ἐγώ γιά χάρι σου κι’ ἐλπίζω πώς μέ κάποιο σημεῖο θά μάς φανέρωση ὁ Κύριος πώς δέχτηκε τή μετάνοιά σου.

Ό Ἀδελφός ἀκολούθησε πιστά τή συμβουλή τοῦ Ἁγίου Γέροντος. Ἐνήστευε ὅμως κι’ ὁ Πνευματικός καί συγκοπίαζε μέ τόν μετανοοῦντα.

— Σέ παρακαλώ, Κύριέ μου, ἔλεγε στήν προσευχή του, μέ πολύ πόνο, ὁ συμπαθῆς Γέροντας, χάρισέ μου τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ καί δέξου τή μετάνοιά του.

Ό Πανάγαθος Θεός ἄκουσε τούς στεναγμούς καί τῶν δύο. Ὕστερα ἀπό μιά βδομάδα πού πῆγε ὁ Γέροντας νά ἰδῆ τί κάνει ὁ ἀδελφός, ἐκεῖνος τοῦ φανέρωσε πώς εἶχε διακρίνει πολύ ψηλά στόν οὐρανό τό περιστέρι, πού μέ τήν ἄρνησι εἶχε βγεῖ ἀπ’ τό στόμα του.

— Ἐξακολούθησε τόν ἀγῶνα, ἀδελφέ, κι’ ἔχε τήν ἐλπίδα σου στό Θεῖο ἔλεος, εἶπε ὁ Γέροντας καί τόν ἄφησε πάλι μόνο.

Πέρασε ἀκόμη μιά βδομάδα κι’ ὁ ἀδελφός, πιό παρηγορημένος, ἐξωμολογήθηκε στό Γέροντα πώς τό ποθούμενο περιστέρι πῆγε καί στάθηκε πολύ κοντά στό κεφάλι του.

— Συνέχισε, τέκνο, τήν καλή σου μετάνοια, εἶπε ἐκεῖνος εὐχαριστημένος.

Σάν πέρασε κι’ ἡ τρίτη βδομάδα, πῆγε πάλι ὁ καλός Πνευματικός νά ἐπισκεφθῆ τήν ψυχή πού εἶχε ἀναλάβει. Βρήκε τόν ἀδελφό νά κλαίη ἀπό χαρά.

— Ἤρθε τό περιστέρι, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε μόλις τόν είδε, λίγο προτοῦ φανῆς ἐσύ καί κάθισε ἐπάνω στό κεφάλι μου. Καθώς ἄπλωσα μέ λαχτάρα τό χέρι μου νά τό κρατήσω, νά μή μοῦ φύγη πιά, μ’ ἕνα πήδημα ἐκεῖνο μπῆκε στό στόμα μου.

— Ἄς ἔχη δόξα ὁ Θεός, τέκνον μου, εἶπε συγκινημένος ὁ Ἀββᾶς, πού μάς πληροφόρησε πώς δέχτηκε τή μετάνοιά σου. Πήγαινε τώρα στό κελλί σου καί πρόσεχε πολύ τόν ἑαυτό σου νά μή διώξης ἄλλη φορά τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβες στό Ἅγιο Βάπτισμα καί τήν ἀνανεώνεις μέ τά ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.

Ό ἀδελφός ὅμως δέ θέλησε πιά ν' ἀποχωριστῆ τόν Ἅγιο Γέροντα. Ἔμεινε στήν ὑποταγή του καί μέ τήν σοφή τοῦ καθοδήγησι ἀγωνίστηκε τόν καλό ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.15]