Δ-1.2, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (30/12/20).

 

ΣΤΙΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ τοῦ Παλλαδίου βρίσκομε ἀξιοπρόσεκτα γεγονότα κι ὠφέλιμα παραδείγματα ἐπανορθώσεως τοῦ ἀμαρτωλοῦ παρελθόντος.

Ὁ δίκαιος ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπό ἄγρυπνη προσοχή, γιά νά μήν τοῦ κλέψη ξαφνικά ὁ διάβολος τούς καρπούς τῆς ἀρετῆς του. Ἀλλά τί Ὑπεράνθρωπο ἀγώνα χρειάζεται ὁ παραστρατημένος, γιά νά βρῆ τό δρόμο τῆς άγιότητος! Μά τίποτε δέν εἴναι ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο, πού θ’ ἀγκαλιάση ἡ Θεία Χάρις.

— Θαύμασα, γράφει ὁ Παλλάδιος, κι ἔμεινα πολλή ὤρα ἐκστατικός, ὅταν μοῦ διηγήθηκαν πώς ὁ περίφημος ἀσκητής τῆς ἀφρικανικῆς ἐρήμου, Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, μεταστράφηκε ἀπό λήσταρχος κι ἔγινε ἁγιώτατος μοναχός. Αὐτή εἴναι μέ συντομία ἡ παραδειγματική του ἱστορία.

Γέννημα καί θρέμμα τῆς Μαύρης Ἠπείρου ὁ Μωϋσῆς, ἤταν ἀγορασμένος δοῦλος κάποιου πλουσίου κτηματία. Σκληρός καί δύστροπος στό χαρακτήρα, ἀναστάτωνε καθημερινῶς τό σπιτικό τ' ἀφέντη του, φιλονικώντας μέ τούς ἄλλους δούλους. Κατήντησε ἀφόρητος. Στό τέλος ἐκεῖνος τόν βαρέθηκε καί τόν πέταξε στό δρόμο. Ὁ Μωϋσῆς τότε βρήκε καταφύγιο σέ μιά ληστοσυμμορία. Μέ τήν τεραστία σωματική του δύναμι — ἤταν σωστός μαῦρος δαίμονας, πού βλέποντάς τον μόνο, παρέλυες ἀπό τό φόβο σου — γρήγορα ἐπιβλήθηκε στούς ἄλλους ληστάς κι ἔγινε ἀρχηγός τους. Χαρακτηριστικό τῆς ὠμότητός του εἴναι καί τό ἀκόλουθο:

Κάποτε ἀπέτυχε σέ μιά ἀπό τίς παράνομες νυκτερινές ἐπιδρομές του ἀπό τ' ἄγρια γαυγίσματα τῶν σκυλλιῶν ένός κοπαδιού, πού ἔβοσκε ἐκεῖ γύρω. Τόσο πολύ ὀργίστηκε γι’ αὐτό, πού ἔβγαλε ἀμέσως τήν ἀπόφασι νά σφάξη τόν τσοπάνη. Ἔπρεπε ὅμως νά περάση στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Νείλου γιά νά φθάση στήν καλύβα του. Ὥρμησε μέσα στά νερά πού εἴχαν ἀρχίσει νά φουσκώνουν καί δυσκόλευαν τό πέρασμα. Ὁ Μωϋσῆς ἔδεσε στό κεφάλι του τά ρούχα του, κράτησε μέ τά δόντια τό πελώριο δίστομο μαχαίρι του, πού ἔφερνε παντοῦ ὄλεθρο, καί κολυμπώντας πέρασε. Στό μεταξύ ὅμως ὁ τσοπάνης πρόλαβε κι ἐξαφανίστηκε, γιά νά σώση τή ζωή του. Ὁ λήσταρχος πού ἔχασε τά ἴχνη του, ἔπεσε μέ πρωτάκουστη μανία μέσα στό ἔρημο κοπάδι καί γιά ἐκδίκηση ἔσφαξε ὅσα πρόβατα βρεθήκανε μπροστά του. Σάν χόρτασε τό μάτι του ἀπό αἷμα, ἔδεσε μεταξύ τους ἀπό τίς οὐρές τέσσερα ἀπό τά καλλίτερα κριάρια, τά φορτώθηκε στόν ὤμο καί κολυμπώντας πάλι πέρασε στό Νεῖλο. Ὕστερα ἔψησε τά κριάρια, ἔφαγε τά καλλίτερα κρέατα, ἦπιε εἰκοσιπέντε λίτρες κρασί πού εἶχε φυλαγμένο, περπάτησε πενῆντα μίλια χωρίς διακοπή κι ἔφτασε στό κρησφύγετό του.

Κάποτε ὅμως τό ἀνθρωπόμορφο αὐτό θεριό, κυνηγημένο ἀπό τήν ἐξουσία γιά ἕνα σωρό εγκλήματα, πῆγε νά κρυφτῆ βαθειά στήν ἔρημο, ὅπου ζοῦσαν τότε oἱ πιό ὀνομαστοί ἀπό τούς Αἰγυπτίους Ἀναχωρητᾶς. Ἡ συναναστροφή μέ τούς ἁγίους, ἡ κατανόησι καί ἡ στοργή, πού τοῦ ἔδειξαν, ἡμέρωνε σιγά-σιγά τά βάρβαρα ἔνστικτά του. Κι ὁ Θεός, πού δέν θέλει τό θάνατο, ἀλλά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀμαρτωλοῦ, ἐπίσκιασε τήν ψυχή του μέ τή σωστική Χάρι Του. Ὁ μαῦρος ἀγριάνθρωπος ἔνοιωσε νά μαλακώνη ἡ καρδιά του, μετανόησε καί ζήτησε τή λύτρωσι.

Ποιός ξέρει ἄν τό κολοσσιαῖο τοῦτο ἔργο τῆς Χάριτος δέν τό παρακίνησε ἡ ταπεινή προσευχή κάποιου ἀφανοῦς ἁγίου;

Ἡ ἀλλαγή του ἤταν ριζική. Πολύ πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσε ἀκόμη νά προβλέψη κι ὁ πιό εὐφάνταστος νοῦς. Ὁ Μωϋσῆς ἔφτασε στά μέτρα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ἐρήμου. Ἔγινε πρότυπο ἀρετῆς καί ἁγιότητος. Ζωντανό παράδειγμα γιά τούς δύσκολους χαρακτήρας, πού ἐπιθυμοῦν νά στρώσουν, νά γίνουν εὔπλαστο ζυμάρι, γιά νά τυπώση ἐπάνω τους τή σφραγίδα του ὁ Πλαστουργός.

Κάποτε τέσσερεις λησταί, παλιοί σύντροφοι τοῦ Αἰθίοπος, μπῆκαν νά ληστέψουν τήν καλογερική καλύβα του χωρίς νά φαντάζωνται ποιόν μποροῦσαν νά βροῦν μέσα. Σάν τόν εἴδαν, κυριολεκτικά σαστίσανε. Ἐκεῖνος μέ μεγάλη εὐκολία τούς ἔπιασε, τούς ἔδεσε καί τούς ὁδήγησε στή συνάθροισι τῶν Γερόντων.

 Τί προστάζετε νά κάνω τούς ἀνθρώπους αὐτούς; ἐρώτησε, πού ἤρθαν νά μέ ληστέψουν; Σέ μένα δέν ἀρμόζει πιά νά τιμωρήσω ἄνθρωπο.

Οἱ Πατέρες τόν συμβούλεψαν νά τούς λύση καί νά τούς ἀφήση νά φύγουν ἀνενόχλητοι. Ἐκείνοι ὅμως δέν θέλησαν πιά νά φύγουν. Τούς συγκλόνισε τό παράδειγμα τοῦ πρώην ἀρχηγοῦ τους. Ἔμειναν κοντά του γιά νά βροῦν κι αὐτοί τόν ἴσιο δρόμο.

Ό Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ πού ἀξιώθηκε νά χειροτονηθῆ καί Πρεσβύτερος γιά τή μεγάλη ἀρετή του, ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο, λέγουν πώς άφησε περίπου ἑβδομῆντα μαθητᾶς. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τόν κατέταξε μεταξύ τῶν ὁσίων της καί τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 28 Αὐγούστου.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.2]