Δ-1.22, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (3/2/21).

 

ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος νέος παραστράτησε, μά τόσο μετανόησε, ὅταν ἡ Θεία Χάρις τόν ἐπεσκέφθηκε στό ἄκουσμα ἑνός μόνο κηρύγματος, πού ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε καλόγερος. Ἔφτιαξε μιά καλύβα στήν ἔρημο κι’ ἔκλαιε κάθε μέρα μέ πολύ πόνο τίς ἁμαρτίες του. Μέ τίποτε δέν μποροῦσε νά παρηγορηθῆ.

Μιά νύχτα, παρουσιάστηκε στόν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς, περιτριγυρισμένος ἀπό φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μέ καλωσύνη:

- Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, καί κλαῖς μέ τόσο πόνο: τόν ρώτησε μέ τή γλυκειά φωνή Του.

- Κλαίω Κύριε, γιατί ἔπεσα, εἶπε μέ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.

- Ω. τότε σήκω.

- Δέν μπορῶ μόνος, Κύριε.

Ἄπλωσε τότε τό θεϊκό του χέρι ὁ Βασιλιᾶς τῆς ἀγάπης καί τόν βοήθησε νά σηκωθῆ. Ἐκεῖνος ὅμως δέν σταμάτησε νά κλαίη.

- Τώρα γιατί κλαῖς;

- Πονῶ, Χριστέ μου, γιατί σέ λύπησα. Ξώδεψα τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου σέ ἄσωτίες.

Ἔβαλε τότε μέ στοργή τό χέρι του ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης στό κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ εἶπε μέ ἰλαρότητα:

- Ἀφοῦ γιά μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγώ ἔπαυσα πιά νά λυπάμαι γιά τά περασμένα.

Ό νέος σήκωσε τό βλέμμα του νά εὐχαριστήση τό Σωτήρα του, μά ἐκεῖνος δέν ἦτο πιά ἐκεῖ. Στή θέσι πού πατοῦσε εἶχε σχηματισθῆ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιά ἀπό τό βᾶρος τῆς ἁμαρτίας, ἔπεσε καί τόν προσκύνησε.

Μ' εὐγνωμοσύνη στήν ψυχή, ὕστερα ἀπό τό ὅραμα ἐκεῖνο, κατέβηκε πάλι στήν πολιτεία ὁ νέος γιά νά γίνη πιό θερμός κήρυκας τῆς μετάνοιας καί νά ὁδηγήση στόν Χριστό πολλούς ἄλλους παραστρατημένους.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.22]