Δ-1.25, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (10/2/21).

 

ΔΥΟ ἀδελφοί, πού ἀσκήτευαν μαζί, ἔπεσαν σέ ἀμέλεια. Ἀντί ν' ἀγωνιστοῦν γιά τή διόρθωσί τους, ἄφησαν τήν ἔρημο καί γύρισαν στόν κόσμον. Ἐκεῖ δέν ἄργησαν νά παρασυρθοῦν σέ κάθε είδος ἀσωτίες. Μέ τόν καιρό ὅμως κουράστηκαν ἀπό τήν ἀκατἀσταση ζωή τους, ἀηδίασαν τήν ἁμαρτία κι’ ἔλεγαν μεταξύ τους πικρά μετανοημένοι;

— Τί κερδίσαμε πού περιφρονήσαμε βίο ἀγγελικό καί κυλιστήκαμε σ’ αὐτό τό βόρβορο; Τήν ψυχή καί τό σῶμα βλάψαμε καί θά ζημιωθοῦμε τήν αἰώνια ζωή. Ἄς γυρίσωμε στήν ἔρημο νά βάλωμε ἀρχή ἀπλῆς μετάνοιας.

Τό εἶπαν καί τό ἔκαναν. Ἐξωμολογήθηκαν μέ συντριβή τίς ἁμαρτίες τους καί δέχτηκαν μέ ταπεινοφροσύνη τό ἐπιτίμιο πού τούς ἔδωσαν οἱ Γέροντες. Τιμωρήθηκαν νά μείνουν γιά ἕνα χρόνο κλεισμένοι στά κελλιά τους, χωρίς νά μιλήσουν μέ ἄνθρωπο, καί νά τρώγουν λίγο ξερό ψωμί ὕστερα ἀπό τή δύσι τοῦ ἥλιου.

Σάν πέρασε ὁ χρόνος, πῆγαν οἱ Πατέρες νά τούς λύσουν τό ἐπιτίμιο. Οἱ ἀδελφοί πού εἶχαν σχεδόν τήν ἴδια ἡλικία καί κάποια ὁμοιότητα στήν ἐμφάνισί τους, βρέθηκαν ἐντελῶς διαφορετικοί. Ὁ ἕνας εἶχε γίνει σωστός σκελετός ἀπό τήν ἀδυναμία, ὠχρός καί κατηφής. Ὁ ἄλλος δέ εἶχε χάσει τίς δυνάμεις του κι’ ἔδειχνε πολύ χαρούμενος στήν ὄψι.

Ἀπόρησαν οἱ Γέροντες. Πῶς εἶχαν τόση διαφορά μεταξύ τους, ἀφοῦ ἡ τιμωρία ἦταν ἡ ἴδια καί γιά τούς δυό; Ρώτησαν τόν καθένα πῶς πέρασε ἐκεῖνο τό διάστημα.

— Μέρα νύχτα, εἶπε ὁ πρώτος, συλλογιζόμουν τίς ἁμαρτίες μου καί τήν αἰώνια τιμωρία πού γι’ αὐτές μέ περιμένει. Ἀγωνία καί φόβος κατάτρωγε τά σωθικά μου. Τό σῶμα μου μαράθηκε καί τό πετσί κόλλησε στά κόκκαλά μου.

— Έγώ, ἀποκρίθηκε ταπεινά ὁ ἄλλος, εὐχαριστοῦσα μ' ὅλη μου τήν ψυχή, κάθε μέρα πού περνοῦσε, τόν Πανάγαθο Θεό πού δέν μ' ἄφησε νά πεθάνω ἀμετανόητος, γιά νά κολάζομαι αἰωνίως, ἀλλά μέ δέχτηκε στήν πατρική ἀγκαλιά του σάν τόν ἄσωτο. Αὐτή ἡ σκέψι γέμιζε εὐγνωμοσύνη τήν ψυχή μου καί πλημμύριζε τήν καρδιά μου μέ χαρά.

Ὕστερα ἀπ' αὐτά πού ἄκουσαν οἱ Πατέρες, εἶπαν πώς καί τῶν δύο ἡ μετάνοια ἦταν ἀρεστή στό Θεό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.25]