Δ-1.26, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (10/2/21).

 

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ πῆγε μέ βαρειά καρδιά στόν Πνευματικό του καί ἐξωμολογήθηκε:

— Ὁ λογισμός μέ βασανίζει, Γέροντα, νά ἐγκαταλείψω τόν ἀγῶνα, ἀφοῦ κι’ ὕστερα ἀπό τήν ἐπιστροφή μου στόν Χριστό καί τή μετάνοιά μου, δέν μπορῶ ἀκόμη νά βγάλω ἀπό πάνω μου ὅλες τίς αδυναμίες.

Μοῦ θυμίζεις, μ’ αὐτά πού μοῦ λές, κάτι πού συνέβη πρίν κάμποσο καιρό σ' ἕνα φίλο μου ἄγρότη, εἶπε ὁ Πνευματικός. Ἔλα, κάθισε ἐδῶ κοντά παιδί μου, νά σοῦ διηγηθῶ τή μικρή του ἱστορία.

Ό νέος ἄκουγε πάντοτε μ' ἐνδιαφέρον τά χαριτωμένα αὐτοσχέδια ἀνέκδοτα τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντα:

— Ό φίλος μου, πού λές, εἶχε ἕνα χωράφι στήν ἄκρη τοῦ  χωριοῦ, πού εἶχε μείνει χρόνια ἀκαλλιέργητο κι’ ἦταν πιά γεμάτο ἀγκάθια καί τριβόλια. Μιά καλή χρονιά ὅμως, σκέφτηκε νά τό σπείρη, ἀλλά ἔπρεπε πρῶτα νά καθαριστῆ. Ἔστειλε λοιπόν τό μεγάλο του γυιό νά κάνη τή δουλειά αὐτή. Μά σάν εἶδε τό παλληκάρι ἐκεῖνα τά πελώρια ἀγκάθια καί τ' ἀγριοβότανα, ἔπεσε σ' ἀπελπισία.

— Δέν γίνεται νά φτιάξη ποτέ τοῦτο τό χωράφι; ἔλεγε καί ξανάλεγε στόν ἑαυτό του. Πῶς νά ξερριζώσω τόσα ἀγριόχορτα;

Ἔτσι ἔπεισε γιά τά καλά τόν ἑαυτό του πώς ἦταν ἀδύνατο νά γίνη ἡ δουλειά. Ξάπλωσε κάτω ἀπό ἕνα θάμνο καί κοιμήθηκε. Σάν ξύπνησε ἦταν πιά μεσημέρι. Ἔρριξε τό νυσταγμένο βλέμμα του στήν ἀγριάδα καί τρόμαξε. Ἔμεινε καρφωμένος στη θέσι του ὡς τό βράδυ χωρίς νά κάνη τίποτε. Τό ἴδιο καί τήν ἄλλη μέρα καί τήν τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, ἔπεφτε στόν ὕπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δέν ἀποφάσιζε νά κάνη.

— Τίποτε δέν ἔκανες τόσες μέρες, τοῦ εἶπε θυμωμένος ὁ πατέρας του, σάν πῆγε κι’ εἶδε πώς ὁ γυιός του δέν εἶχε βγάλει οὖτε ἕνα ἀγκάθι.

— Βαραίνει ἡ ψυχή μου πατέρα, ὡμολόγησε ὁ νέος, σάν γυρίζω καί βλέπω πόση δουλειά μέ περιμένει καί δέν μπορῶ νά πάρω ἀπόφασι ν' ἀρχίσω.

— Ἄν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γῆ ὅση πιάνεις μέ τό μπόι σου σάν ξαπλώνης καί κοιμάσαι, θά κόντευες τώρα νά τελειώσης.

Ντροπιασμένος γιά τήν τεμπελιά του ὁ γυιός, ἔβαλε ἀμέσως σέ πρᾶξι τή συμβουλή τοῦ πατέρα του. Σέ λίγο εἶδε μέ τά μάτια του πώς δέν ἦταν ἀκατόρθωτο νά καθαρίση τό χέρσο χωράφι.

— Μιμήσου τον κι’ ἐσύ, παιδί μου, κι’ ὅταν ξανάρθης, θά μοῦ πῆς ἄν στ’ ἀλήθεια εἶναι τόσο δύσκολο νά ξερριζώσης μέ ὑπομονή τά πάθη τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ νέος ἔφυγε μέ καινούργια δύναμι ἀπό τήν ἐξομολόγησι, ἀποφασισμένος νά συνέχιση τόν καλόν ἀγῶνα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.26]