Δ-1.7, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (6/1/21).

 

ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ἐνάρετος μοναχός εἶχε μιά ἀδελφή στήν πόλι, πού ζοῦσε βίο ἄσωτο καί παρέσυρε πολλούς νέους στήν ἀμαρτία. Οἱ ἀδελφοί στήν ἔρημο συχνά παρώτρυναν τό μοναχό νά πάη ὡς τήν πόλι, νά συνετήση τήν παραστρατημένη ἀδελφή του. Ἐκεῖνος στήν ἀρχή ἐδίσταζε. Φοβόταν τούς κινδύνους, πού κρύβει ὁ κόσμος γιά τούς νέους μοναχούς. Ὕστερα ὅμως γιά τήν ὑπακοή ἀποφάσισε νά κατέβη.

Μόλις πλησίασε στό πατρικό του σπίτι, οἱ γείτονες πρόλαβαν καί εἰδοποίησαν τήν ἀδελφή του. Ἡ καρδιά τῆς παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στ’ ἀναπάντεχο ἄκουσμα. Χρόνια ἐπιθυμοῦσε νά ἰδῆ τόν ἀγαπημένο της ἀδελφό. Παράτησε τή συντροφιά της κι ὅπως βρισκόταν τή στιγμή ἐκείνη μέσα στό σπίτι της, μέ γυμνά πόδια καί ξέσκεπη τήν κεφαλή, ἔτρεξε στό δρόμο νά τόν ὑποδεχτῆ.

Ἀντικρύζοντας μέ τά μάτια του ἐκεῖνος τόν ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Ἔκλαψε ἡ ψυχή του.

— Δέν λυπάσαι τόν ἑαυτό σου, ἀδελφή μου, τῆς εἶπε μέ θλῖψι, κι ἐκείνους πού ἐξ αἰτίας σου παραστρατοῦν; Συλλογίσου τί σέ περιμένει ὕστερα ἀπό τόν θάνατο.

Τό ἁγνό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ, ἡ σεμνή του στάσι, τά δάκρυα τῆς συμπόνιας, πού ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του, μαζί μέ τό δίκαιο ἔλεγχο, συγκλόνισαν τήν ἀμαρτωλή.

— Ὑπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τά χείλη της.

— Ὤ, ναί. Ἀρκεῖ εἰλικρινά νά τό θελήσης.

— Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μή μέ ἀφήνης μόνη νά παλεύω μέ τ' ἄγρια κύματα τῆς ἀμαρτίας.

— Φόρεσε τά σανδάλια σου, σκέπασε καί τήν κεφαλή σου καί ἀκολούθησέ με, εἶπε ἀποφασιστικά ὁ μοναχός.

— Ἄφησε νά έλθω ὅπως εἶμαι, ἀδελφέ, γιατί ποιός ξέρει ἄν, μπαίνοντας σ' αὐτό τό ἐργαστήρι τοῦ σατανᾶ, θά ἔχω τή δύναμι νά ξαναβγῶ.

Ὁ μοναχός ἰκανοποιήθηκε ἀπό τή σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή τήν ὡδήγησε ἔξω ἀπό τήν πόλι καί τράβηξαν μαζί τό δρόμο γιά τήν ἔρημο. Σκόπευε νά τήν πάη σ’ ἕνα γνωστό του γυναικεῖο Μοναστήρι. Καθώς περπατοῦσαν, διέκριναν ἀπό μακριά νά ἔρχεται πρός τό μέρος τους ἕνα καραβάνι.

— Παραμέρισε λίγο, ἀδελφή μου, τῆς εἶπε ὁ μοναχός. Κρύψου πίσω ἀπό τούς θάμνους, γιατί οἱ ἄνθρωποι πού δέν ξέρουν πώς εἶσαι ἀδελφή μου, μπορεῖ, βλέποντάς μας μαζί, νά σκανδαλισθοῦν.

Ἐκείνη συμμορφώθηκε ἀμέσως μέ τή σύστασί του. Ὅταν προσπέρασε τό καραβάνι, ὁ ἀδελφός τήν φώναξε νά συνεχίσουν τό δρόμο τους. Δέν ἔδειξε νά ἄκουσε. Ἐκεῖνος πῆγε κοντά, τῆς ξαναμίλησε, τή σκούντισε μέ τό πόδι του. Δέν ἔδειχνε σημεία ζωής. Εἶχε πεθάνει. Εἶδε τά γυμνά της πόδια καταματωμένα καί ξεσκισμένα ἀλύπητα ἀπό τά λιθάρια τοῦ δρόμου καί τ' άγκάθια.

Ἀπαρηγόρητος ὁ μοναχός γιά τόν αἰφνίδιο θάνατο τῆς ἀδελφῆς του γύρισε στό κελλί του. Ἡ ἀμφιβολία τόν κατάτρωγε.

— Ἀδύνατο νά σώθηκε, τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός του, ἀφοῦ δέν πρόλαβε νά κάνη ἔργα μετάνοιας.

Διηγήθηκε στούς Γέροντας στήν ἔρημο μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα όσα συνέβησαν. Ἐκείνοι ὥρισαν νηστεία καί προσευχή γιά τήν ψυχή της. Ἀποκαλύφθηκε τότε σ' ἕναν ἁγιώτατο Ἐρημίτη, πώς ὁ Θεός δέχτηκε τή μετάνοια τῆς ἀμαρτωλῆς καί τήν κατάταξε μέ τούς δικαίους γιά τήν αὐταπάρνησι πού ἔδειξε, ὥστε νά περιφρονήση, ὄχι μόνο τά ὑλικά πράγματα, ἀλλά καί τό ἴδιο της τό σῶμα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.7]