Δ-1.8, Ἡ ἀξία τῆς Μετάνοιας, (6/1/21).

 

— Τούς λογισμούς τῆς ἀπογνώσεως ἐννοεῖ, πού σπέρνει ὁ πονηρός στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξήγησε ὁ Γέρων. Αὐτούς πού τοῦ λέγουν διαρκῶς πώς δέν ὑπάρχει πιά γι’ αὐτόν σωτηρία, ἀφοῦ ἀμάρτησε, καί ἄδικα καταφεύγει στόν Θεόν μέ τήν μετάνοια. Ἔτσι προσπαθεῖ νά τόν παρασύρη, γιά νά τόν ρίξη στόν γκρεμό τῆς ἀπελπισίας. Ἡ ψυχή ὅμως πού ποθεῖ τή σωτηρία της, ἄς αγωνίζεται σκληρά ν' ἀπομακρύνη αὐτούς τούς λογισμούς.

Καί διηγήθηκε τήν ἀκόλουθη ἱστορία:

— Στά περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν τόν παλιό καιρό ἕνα ἡσυχαστήριο γυναικῶν. Κάποτε ἡ Προεστῶσα ἔστειλε μιά νέα μοναχή στήν πόλι γιά ὑπηρεσία. Ἐκείνη ἀπό συνεργεία διαβολική ἔπεσε σέ βαρύ σφάλμα. Ὕστερα, ἀπελπισμένη ἀπό τήν πτῶσι της, δέ γύρισε ἀμέσως στό ἡσυχαστήριο. Ἔμεινε στόν κόσμο καί παρασύρθηκε σ' ἔκλυτη ζωή. Γρήγορα ὅμως ἀηδίασε τήν ἀμαρτία και, μετανοημένη εἰλικρινά γιά τό κατάντημά της, πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Δέν ξέρομε ὅμως γιατί ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε νά πατήση τό πόδι της μέσα στόν παρθενῶνα. Μόλις ἔφθασε στήν ἐξώθυρα, ἔπεσε κάτω νεκρή.

Τό γεγονός ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι στίς μοναχές καί στούς Πατέρας πού ἀσκήτευσαν ἐκεῖ γύρω. Ὅλοι ἀμφέβαλλαν γιά τή σωτηρία της. Ἕνας Ἅγιος Ἐρημίτης ὅμως πού ἔμενε σέ μιά σπηλιά στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ διηγήθηκε ἀργότερα τό ὅραμα πού εἶδε, καθώς προσευχόταν, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ἡ μετανοημένη μοναχή ἔπεσε νεκρή. Ἄγγελοι ἀπό τόν Οὐρανό κατέβαιναν νά παραλάβουν τήν ψυχή της, ἀλλά καί πλῆθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν ἀπό παντοῦ γιά νά τήν ἀρπάξουν. Τότε ἔγινε μεγάλη φιλονικία ἀνάμεσα στ' ἀγαθά καί στά πονηρά πνεύματα. Οἱ δαίμονες ἀπαιτοῦσαν τήν ταλαίπωρη ψυχή πού τόσον καιρό δούλευε στην ἀμαρτία. Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι βεβαίωναν πώς εἶχε μεταμεληθῆ καί γι’ αὐτό ἦταν ἄξια σωτηρίας.

— Ποῦ εἶναι ἡ μετάνοιά της; ἀντιλογοῦσαν τά πονηρά πνεύματα. Ἀφοῦ οὔτε νά μπῆ στό Μοναστήρι της πρόλαβε καί τή βρῆκε ὁ θάνατος ἔξω ἀπό τήν πόρτα.

Ἀφ' ὅτου εἶδε ὁ Πανάγαθος Θεός τή θέλησί της νά κλίνη στή διόρθωσι, δέχτηκε τήν μετάνοιά της, ἀποκρίθηκαν οἱ Ἄγγελοι. Ἡ ψυχή εἶναι κυρία τῆς θελήσεώς της, τῆς δέ ζωῆς καί τοῦ θανάτου ὁ πάντων Δημιουργός καί κυρίαρχος Θεός.

Ἔτσι οἱ δαίμονες ἔφυγαν νικημένοι, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι μέ χαρά ὡδήγησαν τήν ψυχή στά Οὐράνια.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 1.8]