Δ-2.11, Μνήμη θανάτου, (24/2/21).

 

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, ἀφωσιωμένος στό Χριστό, ἄφησε τά ἐγκόσμια καί πῆγε στό ὄρος Σινά ν’ ἀσκητεύση. Βρῆκε μιά ἐρειπωμένη καλύβα, τήν ἐπιδιώρθωσε κάπως κι’ ἀποφάσισε νά μείνη ἐκεῖ.

Πάνω ἀπό τήν παλιά μισοσπασμένη πορτούλα τῆς καλύβας εἶδε μιά μικρή ξύλινη ἐπιγραφή. Θά τήν εἶχε χωρίς ἄλλο ἀφήσει ἐκεῖ ὁ προκάτοχός του. Ὁ νέος Ἐρημίτης διάβασε: «Μωϋσῆς πρός τόν Θεόδωρον παρουσιάζομαι καί μαρτυρῶ». Κάθε πρωί, ὕστερα ἀπό τήν προσευχή του, τά μάτια του ἔπεφταν στήν ἐπιγραφή καί σάν νά εἶχε μπροστά του τόν ἄγνωστο, πού τοῦ τήν κληροδότησε, τόν ἐξέταζε:

-«Ποῦ νά βρίσκεσαι τάχα τώρα, ἄνθρωπε, καί μοῦ φωνάζεις "εἶμαι παρών καί μαρτυρῶ"; Νοιώθω τήν ὕπαρξί σου, μά δέ βλέπω τό χέρι, πού χάραξε τοῦτα τά σοφά λόγια».

Καθώς ἔλεγε αὐτά τύπωνε βαθειά στό μυαλό του πόσο σύντομα διαβαίνει ὁ ἄνθρωπος τή γέφυρα τοῦ χρόνου, γιά νά περάση στήν αἰωνιότητα. Τόσο τόν ἀπασχολοῦσε ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, πού δέν ἔμενε σχεδόν καθόλου καιρός ν’ ἀσχοληθῆ μέ τίποτε ἄλλο, οὔτε μέ τό ἐργόχειρό του πού ἦτο ἡ καλλιγραφία. Εἶχε πάρει μερικές παραγγελίες, μά δέν πρόλαβε νά τίς τελειώση. Πέθανε. Οἱ ἀδελφοί πού τοῦ εἶχαν δώσει δουλειά, σάν τό ἔμαθαν, πῆγαν στήν καλύβα του νά πάρουν τά βιβλία τους. Μά δέν βρῆκαν τίποτε ἄλλο γραμμένο στά χαρτιά τους ἀπ' αὐτά τά αἰνιγματικά λόγια: «Συγχωρῆστε με, κύριοί μου καί ἀδελφοί, γιατί ἔχοντας καθημερινό λογαριασμό μέ τό θάνατο, δέν εὐκαίρησα νά γράψω γιά σᾶς».

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.11]