Δ-2.12, Μνήμη θανάτου, (24/2/21).

 

ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΕΣ κουβέντιαζαν κάτω ἀπό τή σκιά μιᾶς φοινικιᾶς.

— Ὅταν στείλω τόν ὑποτακτικό μου σέ δουλειά κι’ ἀργήση νά γυρίση, στενοχωριέμαι, εἶπε ὁ πρῶτος. Εἶναι τάχα κακό; Ἀμαρτάνω;

— Ἐγώ, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκε ὁ ἄλλος, ὅταν συμβῆ ν' ἀργήση ἔξω ὁ μαθητής μου, κάθομαι στό κατώφλι τῆς πόρτας καί τόν περιμένω. Ἄν μοῦ είπῆ ὁ λογισμός μου πώς ὁ ἀδελφός ἀργεῖ, τοῦ ἀπαντῶ ἀμέσως: «Ἄν προλάβη ὁ ἄλλος ἀδελφός καί φθάση πρῶτος, ὁ Ἄγγελος τῆς ψυχῆς σου, νά σέ ὁδηγήση σήμερα στόν Κύριό σου, τί γίνεται; Εἶσαι τάχα ἔτοιμος νά παρουσιαστῆς;». Κάνοντας αὐτές τίς σκέψεις συντρίβεται ἡ ψυχή μου καί κλαίω τίς ἁμαρτίες μου. Ὅσο περιμένω, τόσο μοῦ δίνεται πιό πολλή εὐκαιρία νά συλλογίζωμαι: «Ἄραγε ποιός ἀδελφός θά προφτάση πρῶτος, ὁ κάτω ἤ ὁ ἄνω;».

— Σ’ εὐχαριστῶ, Ἀββᾶ, εἶπε μέ θαυμασμό ὁ πρῶτος Γέροντας. Σήμερα μοῦ ἔκανες ἕνα ἀπό τά πιό ὠφέλιμα μαθήματα. Μέ τή σκέψι τοῦ θανάτου νικᾶμε ὅλες τίς ἀδυναμίες μας. Ἀπό τή στιγμή αὐτή θά βάλω ἀρχή νά σέ μιμηθῶ.

Καί δέν στενοχωριόταν πιά σάν ἔλειπε ὁ μαθητής του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.12]