Δ-2.13, Μνήμη θανάτου, (24/2/21).

 

ΛΕΝΕ γιά κάποιον ἐρημίτη στήν Ραϊθώ πώς δέν ἔβγαινε ποτέ ἐξω ἀπό τήν καλύβα του. Πολλές φορές τόν εἶχαν ἰδεῖ νά σταματᾶ τό πλέξιμό του καί νά κυττάζη περίλυπος τή γῆ. Κινοῦσε ἀργά - ἀργά, θλιμμένα τό κεφάλι, στέναζε βαθειά μέ πόνο καί σιγομουρμούριζε:

— Άραγε τί νά γίνεται;

Ἔμενε ἀρκετή ώρα σιωπηλός, σκούπιζε τά δάκρυα, πού σάν ποτάμι ἔτρεχαν ἀπό τά βαθουλωμένα μάτια του καί πάλι ἄρχιζε τά ἴδια.

— Τί συλλογίζεσαι, Ἀββᾶ, καί εἶσαι τόσο πικραμένος; τόν ρωτοῦσαν συχνά οἱ ἀδελφοί, πού τοῦ πήγαιναν λίγο φαγητό.

— Πώς σήμερα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα μου κι’ ἀλλοίμονο δέ φρόντισα νά ἐτοιμάσω τήν ἔξοδό μου, ἀπαντοῦσε ὁ Γέροντας.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.13]