Δ-2.17, Μνήμη θανάτου, (3/3/21).

ΕΙΝΑΙ συγκινητικά ὅσα διαβάζομε γιά τό μακάριο τέλος τῶν ἅγιων ψυχῶν πού σάν φωτεινά μετέωρα πέρασαν ἀπό τό γήινο κόσμο, γιά ν’ ἀφήσουν σ’ αὐτόν τήν λάμψι τοῦ εἶναι τους, καί νά πέσουν ὕστερα ὀρμητικά στήν ἀπεραντοσύνη τῆς αἰωνιότητος.

Σάν ἔμαθαν οί πολυάριθμοι ἀσκηταί στό βουνό τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου πώς ὁ Ἀββᾶς Σισώης ἦταν στά τελευταία του, μαζεύτηκαν στήν καλύβα του νά πάρουν τήν εὐχή του. Ἡ ἐκτίμησί τους γι’ αὐτόν δέν εἶχε ὅρια. Τόν ἔλεγαν «διαμάντι τῆς ἐρήμου» καί πολύ δίκαια. Ὅλη του ή μακρόχρονη ζωή ἦταν ἕνας ἀγώνας γιά τήν ἁγιότητα καί τώρα στό θάνατό του ἔλαμψε σ’ ὅλη της τήν πληρότητα.

Στήν σεβάσμια μορφή του εἶχε χαραχτῆ μιά ἔκφρασι ἤρεμης εὐτυχίας. Σάν ἔνοιωσε γύρω του τούς συνασκητάς του, τούς ἀδελφούς του, τούς συντρόφους του στόν «καλόν ἀγῶνα», πού τώρα αὐτός νικητής ἄγγιζε στό τέρμα του, τά χείλη του ἀργοσάλεψαν, κάτι θέλησε νά εἰπῆ. Ἐκεῖνοι, Γέροντες καί νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι’ ἀρχάριοι ὑποτακτικοί, ὅλοι τους δακρυσμένοι ἀπό βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ’ εὐλάβεια μπροστά σ’ αὐτή τή μυσταγωγία. Ἀπόλυτη σιγή εἶχε ἀπλωθῆ γύρω. Περίμεναν ν’ ἀκούσουν τά τελευταῖα λόγια ἑνός μεγάλου Ἄγιου, νά τά φυλάξουν σάν παρακαταθήκη ιερή. Μά ἐκεῖνος εἶχε μεταρσιωθῆ, δέν ἔβλεπε πιά παρά μόνο τά οὐράνια.

— Ἔρχεται ὁ Ἀββᾶς μου, τόν ἄκουσαν νά ψιθυρίζη.

Ρῖγος πέρασε ἀπό τά λιπόσαρκα σώματα ταῶν ἀσκητῶν.

Εἶδαν γιά μιά στιγμή, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, τή μεγάλη μορφή τοῦ «Καθηγητοῦ τῶν Μοναστῶν», τόν Ὅσιο Ἀντώνιο ν’ ἀπλώνη τό εὐλογημένο χέρι του γιά νά πάρη κοντά του τόν πιό ἐκλεκτό ἀπό τούς μαθητάς του, ἐκεῖνον πού ἀντέγραψε καί τίς πιό μικρές λεπτομέρειες τῆς παράδοξης ζωῆς του.

— Νά ὁ χορός τῶν Ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν!

Τό πρόσωπο τού ἐτοιμοθάνατου ἔλαμψε ἀπό φῶς οὐράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αὐτά τά λόγια. Τά χείλη του ἀργοσάλευαν ἀκόμη, λές καί κουβέντιαζε μέ ὄντα πού μόνο ἐκεῖνος ἔβλεπε.

— Μέ ποιόν συνομιλεῖς, Πάτερ; ρώτησαν οἱ γεροντότεροι ἀπό τούς συνασκητάς του.

— Οί Ἄγιοι Ἄγγελοι θέλουν νά μέ πάρουν καί τούς παρακαλῶ νά μέ ἀφήσουν ἀκόμη νά μετανοήσω, εἶπε μέ κόπο καί δυό δάκρυα κύλισαν πίσω ἀπό τά πεσμένα βλέφαρά του.

— Δεν ἔχεις πιά ἀνάγκη ἀπό μετάνοια, μακάριε Σισώη. Σύ μετανοούσες σ’ ὅλη σου τή ζωή, τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Πατέρες θαυμάζοντας τήν ταπεινοφροσύνη του.

— Δέν ξεύρω, Ἀδελφοί μου, νά ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή.

Καθώς ἔλεγε αὐτά, ἄστραψε ξαφνικά τό πρόσωπό του, λές κι’ ἔβλεπε σ’ αὐτό τόν ἴδιο τόν ἥλιο. Οἱ γύρω ἔμειναν ἐκστατικοί ἀπό θαυμασμό μαζί καί φόβο.

— Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου! Δόξα σοι!

Ἦταν τά τελευταῖα του λόγια. Μ’ αὐτά πέταξε ἡ ψυχή του στά οὐράνια. Εἶχε ἰδεῖ τόν Ἰησοῦ πού λάτρευε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του; Κανείς δέν μποροῦσε νά εἰπῆ, μά ὅλα τό ἐβεβαίωναν. Τό παράδοξο φῶς πού ἔβλεπαν στήν μορφή του, ἡ ὑπερκόσμια γαλήνη πού εἶχε χυθῆ στήν ταπεινή καλύβα, ἡ ἄρρητη εὐωδιά, ὅλα μαρτυροῦσαν τήν ἐπίσκεψι τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως στόν ἐκλεκτό φίλο Του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.17]