Δ-2.18, Μνήμη θανάτου, (3/3/21).

 

ΚΑΤΕΒΗΚΕ μιά μέρα στήν πόλι νά πουλήση τά πανέρια του ἕνας γέρος Ἀββᾶς. Κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία πῆγε καί κάθησε στό σκαλοπάτι ἑνός μεγάλου σπιτιοῦ πού βρέθηκε στό δρόμο του.

Τή στιγμή ἐκείνη ψυχορραγοῦσε ὁ πλούσιος νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ. Ένῶ ὁ Ἀββᾶς ξεκουραζόταν, ἀνίδεος γιά ὅ,τι γινόταν μέσα, εἶδε ξαφνικά νά ἔρχωνται καλπάζοντας πλῆθος μαύροι καβαλλάρηδες, ἄγριοι στήν ὄψι. Στήν ἐξώθυρα κατέβηκαν ἀπό τά κατάμαυρα ἐπίσης ἄλογά τους κι’ ὥρμησαν στό σπίτι.

Ό Γέροντας κατάλαβε καί τούς ἀκολούθησε ὡς ἐπάνω στό δωμάτιο τοῦ ἐτοιμοθανάτου. Σάν τούς ἀντίκρισε ἐκεῖνος, ἔβγαλε σπαρακτικές κραυγές:

— Θεέ μου, σῶσε με.

Ἐκεῖνοι τόν εἰρωνεύτηκαν σκληρά:

— Τώρα στή δύσι τῆς ζωῆς σου θυμᾶσαι τάχα τό Θεό; Πολύ ἀργά τό σκέφτηκες. Γιατί δέν τόν φώναζες ἀπό τήν αὐγή; Τώρα μᾶς ἀνήκεις.

Καθώς ἔλεγαν αὐτά ἐκεῖνοι οἱ ἀπάνθρωποι ἀπόσπασαν μέ βία τήν ψυχή του καί μέ θριαμβευτικό ἀλαλαγμό ἀπομακρύνθηκαν.

Ό Άββᾶς ἔμεινε σάν πεθαμένος ἀπό τή θλῖψι καί τήν τρομάρα του. Ὅταν ὕστερα ἀπό πολλή ώρα συνῆλθε, διηγήθηκε γιά ὠφέλεια τῶν ἄλλων, τί τοῦ εἶχε φανερώσει ὁ Θεός.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.18]