Δ-2.19, Μνήμη θανάτου, (10/3/21).

 

ΕΝΑΣ νέος πόθησε ν’ ἀφιέρωση τή ζωή του στό Θεό, ἀκολουθῶντας τόν ἐρημικό βίο. Ἡ μητέρα του ὅμως δέν τόν ἄφηνε κι’ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε νά τόν ἐμποδίση.

— Ἁμαρτάνεις στόν Θεό, τῆς ἔλεγε συχνά ἐκεῖνος, βάζοντας στό δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω νά φύγω, νά σώσω τήν ψυχή μου.

Τέλος, μέ τά πολλά κατάφερε νά τήν πείση. Ἔφυγε εὐθύς στήν ἐρημο, βρῆκε μιά καλύβα κι’ ἔμεινε ἐκεῖ ν’ ἀσκητεύη μόνος. Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό πέθανε κι’ ἡ μητέρα του πού δέν ἦταν καθόλου καλή χριστιανή.

Στήν ἀρχή ὁ νέος ἐρημίτης πήγαινε καλά, ἀγωνιζόταν. Μέ τόν καιρό ὅμως ἄρχισε νά χάνη τόν πρῶτο ζῆλο του. Βαρέθηκε τή μοναξιά, παραμέλησε τά καθήκοντά του πού εἶχε σάν μοναχός καί στό τέλος κατάντησε νά μή δίνη σημασία γιά τή σωτηρία του.

Κάποτε ἀρρώστησε βαρειά καί λίγο έλειψε νά πεθάνη. Ἕνας ἀδελφός, πού ἀπό ἀγάπη τόν φρόντιζε, τόν εἶδε νά πέφτη ἐξαντλημένος σέ βαθειά λιποθυμία. Ὁ ίδιος, ὅπως διηγεῖτο ἀργότερα, ἔνοιωσε νά χωρίζεται βίαια ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα του καί νά βυθίζεται στή σκοτεινή ἄβυσσο τῆς Κολάσεως. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στους ἄλλους κολασμένους, βρῆκε τή μητέρα του. Τόν εἶδε κι’ ἐκεῖνη ἡ δυστυχισμένη καί σάστισε.

— Κι ἐσύ, γυιέ μου, τοῦ εἶπε θρηνῶντας, σέ τοῦτο τόν καταραμένο τόπο τῆς ἀπελπισίας καταδικάστηκες; Ποῦ εἶναι λοιπόν τά λόγια πού μοῦ ἔλεγες, πώς θέλεις νά σώσης τήν ψυχή σου; Ἔγινες καλόγηρος, μά δέν τήν ἔσωσες.

Τόσο ντροπιάστηκε ὁ Μοναχός ἀπό τή δίκαιη ἐκεῖνη παρατήρησι, πού δέν ἔβρισκε λόγια νά δικαιολογηθῆ. Εὐχόταν τή στιγμή ἐκεῖνη ν’ ἄνοιγε πιό βαθειά ὁ Ἄδης νά τόν κρύψη, παρά ν’ ἀκούη τόν ἔλεγχο τῆς μάνας του. Στή δύσκολη θέσι πού βρισκόταν, τοῦ φάνηκε πώς ἄκουσε τήν προσταγή:

— Πάρτε τον πίσω. Τοῦ χαρίζεται λίγη προθεσμία νά διορθωθῆ.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτό ἦρθε στίς αἰσθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στόν ἀδελφό του ὅσα εἶχε ἰδεῖ κι’ ἀκούσει. Σέ λίγες μέρες ἔγινε καλά ἀπό τήν ἀρρώστια του, ἀλλά καί ψυχικά ἀναγεννήθηκε. Κλείστηκε στήν καλύβα του καί φρόντιζε μέ φόβο καί τρόμο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Κάθε μέρα ἔκλαιγε μέ δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος γιά τήν περασμένη του ἀμέλεια.

— Μήν κάνης ἔτσι, ἀδελφέ, τοῦ ἔλεγαν οί Γέροντες, θ’ ἀρρωστήσης πάλι ἀπό τήν ὑπερβολική σου θλῖψι.

— Ἄν δέν ὑπέφερα, Πατέρες μου, τούς ἔλεγε ἐκεῖνος, τό ντρόπιασμα τῆς μητέρας μου, πῶς θά ὑπομείνω τάχα τήν καταισχύνη πού θά μοῦ κάνη ὁ Κριτής μπροστά στούς Ἀγγέλους, στούς Δικαίους καί σ’ ὅλους τούς συνανθρώπους μου τή φοβερή στιγμή πού θά μέ κρίνη;

Μέ τήν μελέτη αὐτή ὁ πρώην ἀμελής Ἐρημίτης ἔφτασε σέ ἁγιότητα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.19]