Δ-2.2, Μνήμη θανάτου, (17/2/21).

 

ΕΝΑΣ Ἐρημίτης πού ἀσκήτευε στήν ἔρημο τοῦ Ίορδάνου, εἶχε χρόνια πολλά νά πειραχτῆ ἀπό τό διάβολο. Αὐτό τοῦ εἶχε δώσει θάρρος κι’ ἔλεγε συχνά πώς ὁ ἐχθρός δέν τολμοῦσε νά πειράξη τούς ἀγωνιστάς, πήγαινε μόνο στούς ἀμελεῖς καί ὀκνηρούς.

Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ διάβολος καί τοῦ παραπονέθηκε:

— Τί σοῦ ἔχω κάνει, Ἀββᾶ, καί μ’ ἐξευτελίζεις ἔτσι; Μήπως ποτέ σ’ ἐπείραξα;

— Φύγε ἀπό δῶ, πονηρό πνεῦμα, φώναξε ἄφοβα ὁ Ἐρημίτης, καί σήκωσε τό ραβδί του νά τόν χτυπήση. Δέν ἔχεις δικαίωμα νά πειράζης τούς δούλους τοῦ Χριστοῦ. Πήγαινε σ' ἐκείνους, πού μέ τήν ἀπροσεξία τους σέ προσκαλοῦν.

—Ἔτσι, λοιπόν, νομίζεις; ἔκανε ὁ διάβολος μέ κακία. Δέν θά βρῶ λές, εὐκαιρία νά σε ρίξω στά σαράντα χρόνια, πού ἔχεις νά ζήσης ἀκόμη;

Βέβαιος τώρα πώς τό δόλωμα εἶχε κι’ ὅλας πετύχει,  ἔγινε ἄφαντος, ἀφήνοντας στόν ἀέρα ἕνα γέλιο ἀνατριχιαστικό. Ἀπό τήν ἴδια στιγμή, λοιπόν, ἄρχισαν νά συγχύζονται οἱ λογισμοί τοῦ Ἐρημίτη.

— Σαράντα χρόνια ζωή ἀκόμη! Ὤ, εἶναι πάρα πολλά! μονολογοῦσε διαρκῶς.

Κι ὕστερα ἀπό λίγο:

— Δέν πηγαίνω στόν κόσμο νά ἰδῶ λίγο τούς συγγενεῖς μου; Ἄς δώσω καί μιά μικρή ξεκούρασι στό βασανισμένο μου κορμί. Ὅταν γυρίσω, συνεχίζω τήν ἄσκησι. Ἔχω καιρό μπροστά μου. Σαράντα χρόνια ζωή!

Πῆρε τήν ἀπόφασι κι’ ἕνα πρωινό ξεκίνησε μέ τό ραβδί στό χέρι γιά τήν πολιτεία.

Μά ὁ φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους κι’ ἔστειλε τόν Ἄγγελό του νά τόν ἐμποδίση.

— Ποῦ πᾶς, Ἀββᾶ; ρώτησε ὁ Ἄγγελος, φράζοντάς του τό δρόμο.

— Στήν πόλι, βιάστηκε νά πῆ ὁ Ἐρημίτης.

— Εὐλογημένε ἄνθρωπε, τώρα στό τέλος τῆς ζωῆς σου ἄφησες νά σέ ξεγελάση ὁ πονηρός: Βιάσου νά γυρίσης στήν καλύβα σου καί κλαῦσε τήν ἀνοησία σου, προτοῦ νά εἶναι πιά πολύ ἀργά γιά σένα.

Ντροπιασμένος γιά τό πάθημά του ὁ γερο-Ἐρημίτης, γύρισε πίσω στό κελλί του κι’ ὕστερα ἀπό τρεῖς μέρες πέθανε.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.2]