Δ-2.20, Μνήμη θανάτου, (17/3/21).

ΚΑΠΟΤΕ ὁ Μέγας Πατῆρ τού Κοινοβιακοῦ συστήματος, ὁ Ὅσιος Παχώμιος, βρισκόταν σέ μιά ἀπό τίς πολυάριθμες Μονές πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει. Ξαφνικά πῆρε εἰδοποίησι πώς ἕνας ἀδελφός ἀπό τό Μοναστήρι τῶν Χηνοβοσκιῶν, βαρειά ἄρρωστος τόν ζητοῦσε. Ἔφυγε βιαστικά μέ τήν προαίσθησι πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πῆρε μαζί του καί δυό - τρεῖς ἀπό τούς γεροντότερους Μοναχούς.

Δέν εἶχε φθάσει καλά - καλά στό μέσο τοῦ δρόμου ἡ μικρή συνοδεία, ὅταν ὁ ὅσιος στάθηκε ἐκστατικός. Ὁ ἀέρας εἶχε γεμίσει ἀπό μελωδικούς ἤχους ψαλμωδίας. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὕψωσε τό βλέμμα στόν οὐρανό καί εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ νά ἀνεβαίνη, ἐνώ προπορεύονταν τάγματα ἀγγελικά πού ἔψαλλαν τά ὑπερκόσμια ἐκεῖνα ἄσματα.

Οἱ μοναχοί πού συνώδευαν τόν Ὅσιο, οὔτε ἔβλεπαν, οὔτε ἄκουγαν τίποτε ἀσυνήθιστο καί ἀποροῦσαν γιατί εἶχε σταθῆ ἔτσι στή μέση τοῦ δρόμου.

- Ἄς μήν ἀργοποροῦμε, Πάτερ, τοῦ ὑπενθύμισαν, γιά νά προλάβομε τόν ἐτοιμοθάνατο.

- Περιττό, τούς ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, καί ἡ ἰκανοποίησις ἦταν διάχυτη στήν μορφή του. Ὁ ἀδελφός μας πορεύεται τή στιγμή αὐτή τῇ μακαρία ὁδό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.20]