Δ-2.21, Μνήμη θανάτου, (17/3/21).

 

ΕΝΩ περπατοῦσε κάποτε, φιλοσοφώντας, πολύ βαθειά στήν ἔρημο, ὁ Μέγας Μακάριος, βρῆκε παραπεταμένο ἕνα ἀνθρώπινο κρανίο. Τό σάλεψε μέ τό ραβδί του καί σάν νά ἦταν ζωντανό τό ρώτησε:

- Ποιός εἴσαι;

- Ἱερεῦς τῆς Ἴσιδος, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, σάν νά τό βίαζε μυστηριώδης δύναμις νά μιλήση. Ἐσύ εἴσαι ὁ Μακάριος, δέν εἶναι ἔτσι; Ἄκουσε λοιπόν: Κάθε φορά πού νοιώθης συμπάθεια γιά τούς κολασμένους καί προσεύχεσαι γι’ αὐτούς, παίρνουν λίγη ἄνεσι.

Ὁ ὅσιος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ρωτήση γιά τίς τιμωρίες τοῦ Ἄδου καί γιά τήν ἄνεσι πού μπορεῖ νά δοθῆ στούς δυστυχισμένους φυλακισμένους του.

- Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ, ἐξήγησε τό κρανίο, τόση ἀπόστασι πιάνει ἡ βασανιστική φωτιά. Ἐμεῖς βρισκόμαστε στή μέση καί εἶναι ἀδύνατο νά ἰδοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο στό πρόσωπο, γιατί ἔχομε στραμμένα τά νώτα. Ἀλλ’ ὅταν κάποιος εὐσεβῆς στή γῆ προσεύχεται γιά μᾶς, τότε γυρίζομε καί, βλέποντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, παίρνομε μικρή παρηγοριά.

- Καταραμένη ἡ ὥρα, πού γεννήθηκε στόν κόσμο ὁ ἄθλιος ἁμαρτωλός. Καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθῆ, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός γιά τόν Ἰούδα, ἀναστέναξε πάλι ὁ ὅσιος.

Ὕστερα ρώτησε πάλι τό κρανίο:

- Ὑπάρχουν καί μεγαλύτερα βασανιστήρια;

- Ὤ, βέβαια. Κάτω ἀπό μᾶς.

- Ποιοί πᾶνε ἐκεῖ;

- Ἐμεῖς, πού δέ γνωρίσαμε ποτέ τόν ἀληθινό Θεό, εἶπε ὁ ἀπόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε κάποιο ἔλεος. Ἐκείνοι ὅμως πού Τόν γνώρισαν, ἀλλά μέ τά ἔργα Τόν ἀρνοῦνται, βασανίζονται ἀνελέητα.

Ὄταν πῆρε τίς πληροφορίες, πού παραχώρησε ὁ Θεός, ἔθαψε τό κρανίο ὁ ὅσιος καί συνέχισε τό δρόμο του, θρηνώντας τούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς καί μάλιστα τούς χριστιανούς.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.21]