Δ-2.22, Μνήμη θανάτου, (24/3/21).

ΕΝΩ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ κάποτε μέ τούς μαθητᾶς του ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός, ἔπεσε σ’ ἔκστασι κι’ ἔμεινε πολλή ὥρα γονατισμένος, ἀκουμπώντας τό κεφάλι του στή γῆ. Ὅταν σηκώθηκε, τόν εἶδαν κλαμένο.

- Γιατί θλίβεσαι, Ἀββᾶ; τόν ἐρώτησαν οἱ ἀδελφοί.

Ὁ Ὅσιος τότε ἀναγκάστηκε νά τούς φανερώση, πώς ὁ νοῦς του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ξεπέρασε τόν γήινο κόσμο κι’ ἔφθασε στή μερική κρίσι καί εἶδε πολλούς Μοναχούς νά καταδικάζονται καί νά ὁδηγούνται στήν Κόλασι, ἐνῶ πολλοί κοσμικοί ἀνέβαιναν στήν αἰώνιο Βασιλεία. Ἡ καταδίκη ἐκείνων, πού ἄφησαν τόν κόσμο γιά ν’ ἀφιερώσουν τόν ἑαυτό τους ὁλοκληρωτικά στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τόσο ἔθλιβε τόν ὅσιο, πού σ’ ὅλη του τή ζωή πενθοῦσε γι' αὐτούς καί τό δάκρυ δέν στέγνωσε στά μάτια του. Δέν ἤθελε νά βγαίνη ἔξω ἀπό τό κελλί του καί ὅταν ἀναγκαζόταν νά τό κάνη, σκέπαζε μέ τό κουκούλι τό πρόσωπο νά μή βλέπη τόν γύρω κόσμο.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.22]