Δ-2.23, Μνήμη θανάτου, (24/3/21).

 

ΔΥΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ἀδέλφια συμφώνησαν ν’ ἀσκητέψουν. Βγῆκαν στήν ἔρημο κι’ ἔφτιαξαν δυό χορτοκαλύβες σέ ἀρκετή ἀπόστασι τή μιά ἀπό τήν ἄλλη.

Ἔβαλαν καί αὐστηρούς κανονισμούς στόν ἑαυτό τους, νά μή βγαίνουν ἔξω ἀπό τίς καλύβες τους καί νά μή βλέπωνται μεταξύ τους γιά νά μή σκορπίζεται ὁ νοῦς τους στά ἐγκόσμια, ἀλλά νά κάνη καθένας μόνος μέ σιωπή τό ἐργόχειρό του, νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως καί ν’ ἀγωνίζεται γιά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, ὁ νεώτερος ἀρρώστησε βαρειά. Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ γύρω ἐρημίται, πῆγαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Τόν βρῆκαν σέ ἔκστασι.

- Τί εἶδες, ἀδελφέ; τόν ἐρώτησαν ἔκπληκτοι σάν συνῆλθε.

- Οἱ  θεῖοι Ἄγγελοι, τούς φανέρωσε ἐκεῖνος, πού εἶχε πάψει πιά νά ζῆ γιά τόν γήινο κόσμο, πῆραν τόν ἀδελφό μου κι’ ἐμένα καί μᾶς ἀνέβαζαν στόν Οὐρανό. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ὥρμησαν νά μᾶς ἐμποδίσουν. Ἐμεῖς, ὅμως περιτριγυρισμένοι ἀπό τούς προστάτας μας, περάσαμε ἀνενόχλητοι. Ἐκεῖνοι τότε, ντροπιασμένοι, φώναζαν: «Μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ ἀγνότητα...».

Καθώς ἐκμυστηρευόταν αὐτά ὁ ἀδελφός στούς Πατέρες, ἐκοιμήθη. Ἐκεῖνοι ἔστειλαν νά εἰδοποιήσουν τόν ἀδελφό του, ἀλλά τόν βρῆκαν νεκρό!

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.23]