Δ-2.24, Μνήμη θανάτου, (31/3/21).

 

ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ἱστορία τή διηγήθηκε στόν Πνευματικό της μιά ἀφιερωμένη στόν Θεό παρθένος κι’ ἐκεῖνος τήν ἔγραψε, ὅπως ἀκριβῶς τήν ἄκουσε ἀπό τό στόμα της, γιά νά τή μάθουν κι’ ἄλλοι, νά ὠφεληθοῦν ψυχικά:

Οἱ γονεῖς πού μ᾽ ἔφεραν στόν κόσμο, ἦσαν ἐντελῶς ἀσύμφωνοι στόν χαρακτῆρα καί μέ ἀντίθετες κατευθύνσεις στή ζωή.

Ὁ πατέρας μου ἦταν πολύ ἀγαθός ἄνθρωπος, πρᾶος, ταπεινός, ἐπιεικής, ἀφάνταστα ἐλεήμων, σώφρων κι᾽ ἐγκρατής. Πολύ εὐαίσθητος στήν ὑγεία του. Ἀφ᾽ ὅτου εἶμαι σέ θέσι νά θυμᾶμαι, τόν ἔβλεπα τόν περισσότερο καιρό ἄρρωστο στό κρεβάτι, ὠχρό καί ἀδύνατο. Ὑπόφερε, ὅμως, μέ θαυμαστή ὑπομονή. Ποτέ δέν τόν ἄκουσε κανεῖς νά παραπονιέται γιά τή βασανιστική ἀρρώστια του.

Στά μικρά διαστήματα, πού ἀνάρρωνε, ἐπιστατοῦσε στά κτήματά του. Τό μεγαλύτερο μέρος ἀπό τά κέρδη του τά μοίραζε στούς φτωχούς. Μέ τό ὑπόλοιπο συντηροῦσε τή μικρή του οἰκογένεια, δηλαδή τόν ἑαυτό του, τή μητέρα μου κι᾽ ἐμένα. Κοντά στίς ἄλλες του ἀρετές, ὁ καλός μου πατέρας εἶχε ἀποκτήσει καί τή σιωπή. Σπάνια μιλοῦσε - πολλοί τόν νόμιζαν ἄλαλο - κι᾽ αὐτό γιατί προσευχόταν διαρκῶς στόν Θεό μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του.

Ἡ μητέρα, ἀντιθέτως, ἦταν τύπος γυναίκας τοῦ κόσμου. Ἀγαποῦσε μέ πάθος τήν καλοπέρασι, τίς διασκεδάσεις, τά πολλά στολίδια καί φορέματα. Ἔκανε τόσο πολυδάπανη ζωή, πού εἴχαμε πάντα οἰκονομικές στενοχώριες. Θύμωνε καί φιλονικοῦσε διαρκῶς μέσα κι᾽ ἔξω ἀπό τό σπίτι. Τόσο δέ φλύαρη καί πολυπράγμων ἦταν ἡ καϋμένη, πού ἤξερε καλά ὅλα τά νέα τῆς μικρῆς μας πόλεως κι᾽ ἀκόμη ὅ,τι γινόταν ἔξω ἀπό αὐτήν. Φίλαυτη καθώς ἦταν, φρόντιζε πρῶτα γιά τόν ἑαυτό της κι᾽ ὕστερα γιά τήν οἰκογένειά της. Γιά τόν ἄνδρα της δέν ἔδειχνε καμμιά στοργή καί μέ τή φανερή της ἀντιπάθεια μεγάλωνε τά βάσανά του. Παρ᾽ ὅλα της τά ἐλαττώματα καί τήν ἄκρατη ζωή πού ἔκανε, εἶχε ὑγεία καί γεροδεμένο σῶμα. Ποτέ δέν θυμᾶμαι ν᾽ ἀρρώστησε.

Ἐνῶ ἤμουν ἀκόμη μικρό κοριτσάκι, ὁ πατέρας πέθανε ὕστερα ἀπό βασανιστική ἀρρώστια. Συνέβη κι᾽ αὐτό ἀκόμη στό θάνατό του, πού μοῦ ἔκανε τρομακτική ἐντύπωσι: Ἔγινε τέτοια πρωτοφανής κακοκαιρία, ἀέρας, βροχή, κεραυνοί, πού ἦταν ἀδύνατο νά βγοῦμε νά τόν θάψωμε! Κρατήσαμε ἔτσι τό λείψανο τρεῖς μέρες ἄταφο στό σπίτι. Τέλος, δυό ἄνδρες ἀπό τούς συγγενεῖς μας ἀναγκάστηκαν, μέ πολλή δυσκολία, νά τό μεταφέρουν στό κοιμητήρι καί νά τό θάψουν πρόχειρα, γιατί δέν ἀντέχαμε ἄλλο νά βλέπωμε τόν νεκρό μέσα στό σπίτι. Περιφρονημένος καί στό θάνατό του, ὁ καλός μου πατέρας, ἀφοῦ οὔτε κηδεία τοῦ ἔγινε. Μερικοί κακοί γείτονες, μάλιστα, βλέποντας τίς τόσες κακομοιριές, τόν κακολογοῦσαν:

- Ποιός ξέρει τί ἁμαρτίες ἔχει κάνει, ἔλεγαν, ἀφοῦ δέν ἀφήνει ὁ Θεός οὔτε νά ταφῆ.

Ἡ μητέρα μου, ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ πατέρα, ἀνεμπόδιστα πιά, πῆρε τόν ἠθικό κατήφορο καί μετέβαλε τό σπίτι μας σέ τόπο ἀκολασίας. Ἀλλά δέν ἔζησε πολύ. Πέθανε ξαφνικά, ἐνῶ εἶχε σπαταλήσει στό μεταξύ, ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τήν περιουσία τοῦ πατέρα μου. Οἱ φίλοι της, ὅμως, τῆς ἔκαναν μεγαλοπρεπῆ κηδεία. Κι᾽ ἦταν ἕνας καιρός θαυμάσιος. Αὐτό τό πρόσεξα ἰδιαιτέρως.

Ἐγώ, πού εἶχα περάσει πιά τήν παιδική μου ἡλικία κι᾽εἶχαν ἀρχίσει νά μέ κυριεύουν οἱ νεανικές ἀνησυχίες, βρέθηκα ὁλομόναχη στόν κόσμο καί σέ μεγάλη ἀμηχανία τί δρόμο ν᾽ ἀκολουθήσω. Οἱ σκέψεις μ᾽ ἐβασάνιζαν.

- Πρέπει, χωρίς ἄλλο, νά φτιάξω μόνη μου τή ζωή μου, ἀφοῦ δέν ἔχω πιά προστάτες, ἔλεγα στόν ἑαυτό μου. Ἀλλά ποιόν τρόπο νά διαλέξω; Ἔχω μπροστά μου δύο διαφορετικά παραδείγματα: τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα. Ἐκεῖνος, καλός, μά δυστυχής. Κατατρεγμένος στή ζωή καί στόν θάνατο - ἀδύνατο νά φύγει ἀπό τό νοῦ μου τό ἄταφο σῶμα του. Ἂν ἄρεσε στό Θεό, γιατί τόν βασάνισε τόσο; Ἡ μητέρα δέν εἶχε κάνει ἠθική ζωή - τό εἶχα καλά ἀντιληφθῆ. Εἶχε ὅμως ὅσα ἀγαθά μπορεῖ κανεῖς νά ἐπιθυμήση, ὑγεία, καλοπέρασι, πολλές γνωριμίες κι ἔφυγε εὐχαριστημένη ἀπό τόν κόσμο, μπορεῖ νά πῆ κανείς.

Ὅσο πιό πολύ συλλογιζόμουν τό πρᾶγμα κι᾽ ἔκανα μέ τό μικρό μυαλό μου σύγκρισι, τόσο περισσότερο ἔκλινα ἡ ταλαίπωρη ν᾽ ἀκολουθήσω τή ζωή τῆς μητέρας. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός ὅμως μέ σπλαχνίστηκε καί μ᾽ ὡδήγησε στόν ἴσιο δρόμο, μ᾽ αὐτό τόν παράδοξο τρόπο:

- Μιά νύκτα, πού ἔπεσα νά κοιμηθῶ, κάνοντας πάλι τίς ἴδιες σκέψεις, εἶδα ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο. Ἔνοιωσα, ξαφνικά, ν᾽ ἀνοίγη ἡ πόρτα τοῦ δωματίου μου καί νά μπαίνη μέσα ἕνας νέος μέ φωτεινό πρόσωπο κι᾽ ἀφάνταστα μεγαλοπρεπής. Ἦλθε κοντά μου. Μοῦ ἔρριξε βλέμμα διαπεραστικό, σάν νά ἤθελε νά ἐρευνήση τά πιό ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς μου.

- Τί σκέπτεσαι; μέ ρώτησε μέ φωνή ἀσυνήθιστα αὐστηρή, ἀλλά μελωδική.

Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα καί κόπηκε ἡ μιλιά μου. Ἐκεῖνος ἐπέμενε:

- Φανέρωσε εὐθύς τίς σκέψεις σου.

Ὅσο πιό αὐστηρός γινόταν ὁ ἄγνωστος ἐξεταστής, τόσο ἐγώ παρέλυα ἀπό φόβο. Ἀφοῦ δέν ἔπαιρνε ἀπάντησι, φανέρωσε μονάχος τίς σκέψεις πού τόσο μέ βασάνιζαν. Μοῦ ἔλεγε μέ ἀκρίβεια τό κάθε τί πού εἶχε περάσει ἀπό τό νοῦ μου καί πού μόνο ἐγώ γνώριζα, ὥστε δέν μποροῦσα ν᾽ ἀρνηθῶ, οὔτε νά δικαιολογήσω τόν ἑαυτό μου.Ἔπεσα τότε σάν κατάδικη στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσα μέ λυγμούς νά μέ συγχωρήση. Ἔδειξε πώς μέ λυπήθηκε, γιατί ἄλλαξε ἀμέσως ὕφος.

- Ἀκολούθησέ με, πρόσταξε.

Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί, σάν ἀσταπή, μ᾽ ἔφερε σέ μιά ἀπέραντη πεδιάδα γεμάτη φῶς καί ὀμορφιά. Δέν θά ἐπιχειρήσω νά τήν περιγράψω, γιατί δέν περιγράφονται τ᾽ ἀπερίγραπτα. Εὐτυχισμένα ὄντα ἀπολάμβαναν μέ γαλήνη τά ὑπερκόσμια ἐκεῖνα κάλλη. Ἀνάμεσά τους ἀναγνώρισα τόν πατέρα μου. Μέ εἶδε κι᾽ ἐκεῖνος. Ἦλθε κοντά μου. Μέ πῆρε στήν ἀγκαλιά του. Πόση ἀσφάλεια καί εὐτυχία ἔνοιωσα ἐκεῖ μέσα! Δέν ἤθελα ποτέ πιά νά τόν ἀποχωριστῶ. Σφίχτηκα ἐπάνω του καί τόν παρακαλοῦσα νά μή μ᾽ ἀφήση νά φύγω.

- Κράτησέ με γιά πάντα κοντά σου, καλέ μου πατέρα.

- Τώρα δέ γίνεται αὐτό πού ζητᾶς.

Ἡ φωνή του ἔγινε σοβαρώτερη.

- Ἂν ἀκολουθήσεις τά ἴχνη μου, θά ἑτοιμάσης ἐδῶ διαμονή. Ἀπό τή θέλησί σου ἐξαρτᾶται.

Μέ κοίταξε μέ τρυφερότητα κι᾽ ἐφίλησε τά μάτια μου γιά νά σκουπίση τά δάκρυά μου. Ὁ συνοδός μου ἔκανε νόημα νά τόν ἀκολουθήσω πάλι. Ἐγώ ὅμως δέν ἐννοοῦσα νά φύγω ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα μου. Τότε ἐκεῖνος ἦλθε καί μέ τράβηξε ἀπό τό χέρι.

- Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε, νά ἰδῆς καί τή μητέρα σου.

Τόν ἀκολούθησα, λυπημένη πού μέ χώρισε ἀπό τήν εὐτυχία μου. Τώρα κατεβαίναμε. Κατεβαίναμε ὅλο καί πιό βαθειά σ᾽ ἕνα τόπο ἀκάθαρτο, σκοτεινό, πληκτικό. Κόπηκε ἡ ἀναπνοή μου ἀπό τή βρωμιά καί τό φόβο. Τερατώδεις μορφές περιφέρονταν παντοῦ. Δυστυχισμένες ψυχές βασανίζονταν, χωρίς οἶκτο, ἀπό φλόγα ἄσβεστη. Ἀνάμεσά τους εἶδα τή μητέρα μου, βυθισμένη ὣς τό λαιμό σ᾽ ἐκεῖνο πού μοῦ φάνηκε σά βρωμερή λάβα. Οἱ κραυγές της ἔβγαιναν σπαραχτικές, οἱ στεναγμοί της ἀδιάκοποι, τό τρομερό τριξιμο τῶν δοντιῶν ξέσκιζε τήν καρδιά σου. Θά μ᾽ ἀναγνώρισε, γιατί ξέσπασε σέ ἀσυγκράτητο θρῆνο.

- Ἀλλοίμονο, σέ μένα τήν ἀθλία. Νά τί κέρδισα γιά τόσο λίγη ἡδονή. Ἀπελπισία καί βάσανα χωρίς τέλος.

Λόγια ἀπεγνωσμένα. Κόντευα νά μείνω νεκρή ἀπό τή θλῖψι μου. Ἡ δυστυχισμένη μητέρα μου γύρισε καί μέ εἶδε.

- Λυπήσου, παιδί μου, ἐκείνη πού σέ γέννησε καί σέ μεγάλωσε, ἄρχισε νά φωνάζη ἀπελπισμένα. Ἅπλωσε τό χέρι σου νά μέ βγάλης ἀπ᾽ αὐτή τήν ὀδύνη.

Τί νά ἔκανα; Σπάραζε ἡ ψυχή μου ἀπό τή λύπη. Ἅπλωσα τό χέρι, νομίζοντας πώς μποροῦσα νά βοηθήσω ἐκείνη πού μέ εἶχε φέρει στόν κόσμο. Μά ἔνοιωσα τέτοιο πόνο ἀγγίζοντας τή λάβα, πού ξέσπασα σέ δυνατές κραυγές. Ἀναστάτωσα τή γειτονιά. Σέ λίγο τό σπίτι γέμισε κόσμο. Μέ βρῆκαν σέ κακά χάλια. Πολλοί νόμιζαν πώς εἶχα χάσει τά λογικά μου. Ἦταν ἀδύνατον νά ἐξηγήσω τί μοῦ συνέβαινε. Ἔδειχνα τή φοβερή πληγή πού μοῦ ἄφησε στό χέρι ἐκεῖνο τό κάψιμο, γιά νά τούς δώσω νά καταλάβουν πώς ἐξ αἰτίας της βασανιζόμουν. Ἔμεινα πολύ καιρό στό κρεβάτι, βαρειά ἄρρωστη. Ὅταν, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔγινα καλά, ἀκολούθησα χωρίς δισταγμό τό δρόμο τοῦ πατέρα μου κι᾽ ἐλπίζω στό ἔλεος τοῦ Κυρίου μου πώς θά μέ σώση καί θά μέ ἀξιώση νά συμμεριστῶ τήν εὐτυχία του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.24]