Δ-2.25, Μνήμη θανάτου, (7/4/21).

 

ΟΤΑΝ αἰσθάνθηκε πώς ἔφθανε τό τέλος του, παρήγγειλε ὁ Ὅσιος Αρσένιος στό μαθητή του νά μή φροντίσουν νά τόν θάψουν.

Ἐκεῖνοι τόν ἄκουσαν ταραγμένοι. Δέν ἦλθε ἀκόμη ἡ στιγμή, τούς καθησύχασε. Ὅταν φθάση, θά σᾶς τό φανερώσω. Πλήν ὅμως θά ζητήσω εὐθύνες ἀπό σᾶς μπροστά στό βῆμα τοῦ Κριτοῦ, ἄν τολμήσετε καί δώσετε σέ ἄνθρωπο τό λείψανό μου.

- Τί νά τό κάνωμε, Ἀββᾶ; ἐρώτησαν ἐκεῖνοι.

- Δέστε το μ’ ἕνα σχοινί καί σύρετέ του ὥς τήν κορυφή τοῦ βουνού. Ἀπό κεῖ ρίξετέ του στήν χαράδρα νά τό φάγουν τά ὄρνια.

Τά ἔλεγε αὐτά ὁ Ἅγιος, γιατί φοβόταν καί τή μετά θάνατο δόξα. Ὅταν ἔφθασε ἡ τελευταία του στιγμή, οἱ μαθηταί του, πού τόν εἶχαν περιτριγυρισμένο, τόν εἶδαν νά κλαίη.

- Κι’ ἐσύ φοβᾶσαι τόν θάνατο, Ἀββᾶ; τόν ρώτησε κάποιος.

- Πιστέψατέ με, τέκνα, πώς αὐτός ὁ φόβος δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τήν ψυχή μου, ἀφ’ ὅτου ἔγινα Μοναχός, εἶπε ὁ μεγάλος στήν ἀρετή καί στήν ἄσκηση ἐρημίτης καί παρέδωσε τό πνεῦμα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.25]