Δ-2.26, Μνήμη θανάτου, (7/4/21).

 

ΕΝΑΣ Γέροντας Ἀσκητής πού δέν κατέβαινε ποτέ στόν κόσμο, εἶχε διακονητή ἕνα καλό χριστιανό. Αὐτός πουλοῦσε τά πανέρια τοῦ Γέροντος καί τοῦ ἔφερνε τό ψωμί του.

Στήν πόλι πού κατοικοῦσε ὁ διακονητής ἔμενε καί κάποιος πολύ πλούσιος, πού ἦταν ὅμως κακότροπος καί ἀσεβής ἄνθρωπος. Ξαφνικά μιά μέρα πέθανε ὁ πλούσιος. Οἱ συγγενεῖς του γιά ἐπίδειξι τοῦ ἔκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Ὅλη ἡ πόλις καί πρῶτος ὁ Ἐπίσκοπος μ’ ὁλόκληρο τόν κλῆρο, συνώδευσαν τό νεκρό στό κοιμητήριο. Τόν ἔθαψαν σέ καλλιμάρμαρο μνημεῖο, γιά τό ὁποῖο σπαταλήθηκε ἀσυλλόγιστα πολύ χρῆμα.

Ὕστερα ἀπό τήν κηδεία τοῦ πλουσίου, ξεκίνησε ὁ καλός χριστιανός νά πάη στόν Ἀσκητή στήν ἔρημο. Λίγο πιό ἔξω ἀπό τή σπηλιά του ὅμως τόν βρῆκε νεκρό, φαγωμένον ἀπό κάποιο ἄγριο θηρίο.

Ὁ χριστιανός ταράχτηκε.

- Θεέ μου, συλλογίστηκε, τί μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ’ αὐτόν τό κόσμον; Ὁ ἀσεβής πλούσιος πέθανε ἀνώδυνα, εἰρηνικά, καί κηδεύτηκε μέ τιμές καί δόξες, ἐνῶ ὁ ἅγιος τοῦτος ἄνθρωπος πού Σοῦ ἦταν τόσο ἀφωσιωμένος, βρῆκε τόν πιό τραγικό θάνατο πού μπορεῖ νά φαντασθῆ κανείς. Γιατί νά γίνωνται αὐτά, Θεέ μου;

Ἐνώ συλλογιζόταν ἔτσι, ἄκουσε φωνή νά τοῦ λέγη:

- Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεού εἶναι ἀκατανόητη ἀπό τόν περιορισμένο ἀνθρώπινο νοῦ. Ἐκεῖνος ὁ ἀσεβής εἶχε καί κάποια καλά ἔργα πράξει στό διάστημα τῆς ζωῆς του. Ἔλαβε τήν ἀμοιβή τους στόν ἐπίγειο κόσμο. Στόν ἄλλο, μόνο τιμωρία τόν περιμένει. Ὁ Ἀσκητής, σάν ἄνθρωπος, εἶχε μικρές ἀτέλειες. Τίς πλήρωσε ἐδῶ, γιά νά παρουσιαστῆ τέλειος ἐμπρός στό Δημιουργό του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.26]