Δ-2.27, Μνήμη θανάτου, (14/4/21).

ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΑΙ ζοῦσαν στήν ἴδια ἔρημο, σέ μικρή ἀπόστασι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Κι΄ οἱ δύο ἀγωνίζονταν γιά τή σωτηρία τους. Ὁ ἕνας ὅμως μελετοῦσε διαρκῶς τό θάνατο κι΄ αὐτό τοῦ ἔφερνε κατάνυξι στήν καρδιά καί τό δάκρυ δέν ἔλειπε ποτέ ἀπό τά μάτια του. Ὁ ἄλλος εἶχε ἕνα μικρό κῆπο καί τόν φρόντιζε μέ μεγάλη επιμέλεια.

Μιά μέρα ὁ κηπουρός ἔπρεπε νά κατεβῆ στήν πόλι. Πῆγε στό συνασκητή του καί τόν παρακάλεσε νά προσέχη τόν κῆπο του ὥσπου νά γυρίση. Ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε κι΄ ὁ κηπουρός ἔφυγε ἥσυχος. Τότε ὁ ἀδελφός εἶπε στόν ἑαυτό του:

- Ὅσο ἔχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τόν κῆπο.

Λέγοντας αὐτά παραδόθηκε σέ κατανυκτική προσευχή κι΄ ἔχυσε πολλά δάκρυα γιά τήν ψυχή του τή νύκτα ἐκείνη κι΄ ὁλόκληρη τήν ἄλλη μέρα, χωρίς διακοπή.

Τό ἄλλο βράδυ γύρισε ἀπό τήν πόλι ὁ κηπουρός καί βρῆκε τόν κῆπο του κατεστραμμένο ἀπό σκαντζόχοιρους. Στενοχωρημένος πῆγε νά βρῆ τό γείτονά του:

- Ό Θεός νά σέ συγχωρέση, γιά τήν άμέλειά σου, τοῦ εἶπε πειραγμένος. Ἔτσι φρόντισες τόν κῆπο μου;

- Ὁ Κύριος γνωρίζει, ἀδελφέ μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ἤρεμα ἐκεῖνος, πώς ἔκανα ὅ,τι μπορούσα νά τόν περιποιηθῶ, κι΄ ἐλπίζω μέ τή χάρι Του ὄτι θά μᾶς δώση καρπούς.

Ἔλεγε αὐτά κι΄ ὁ νοῦς του ἦταν στήν πνευματική καλλιέργεια. Ὁ ἄλλος, ὅμως, πού δέν καταλάβαινε, τοῦ εἶπε θυμωμένα:

- Τώρα, πού καταστράφηκε ὅλος, περιμένεις καρπούς;

Ὅταν ἦταν ἀνομβρία, ὁ κηπουρός, πού δέν ἔπαυε ν’ ἀνησυχῆ γιά τόν κῆπο του, ἔλεγε στόν συνασκητή του:

- Ἄν δέν μᾶς λυπηθῆ ὁ Θεός νά βρέξη, είμαστε χαμένοι. Κι’ ἐκεῖνος, πού μόνο τά δάκρυα εἶχε στό νοῦ του, μέ τά ὁποῖα ποτίζεται ἡ καρδιά γιά νά καρποφορήση ἀρετές, τοῦ ἀπαντοῦσε:

- Ἀλλοίμονο, Ἀδελφέ μου, ἄν ξεραθοῦν οἱ πηγές, δέν θά βροῦμε σωτηρία.

Ὁ Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τόν ἐπίγειο άγγελο. Ὅταν κατάλαβε πώς ἔφτασε πιά τό τέλος του, φώναξε τό συνασκητή του καί τόν ὥρισε νά τοῦ κάνη τή χάρι πού θά τοῦ ζητοῦσε.

- Ὄταν θά ἔχω πιά ξεψυχίσει, τοῦ εἶπε, θέλω νά σύρης τό σώμα μου μακριά καί νά τ’ ἀφήσης νά φαγωθῆ ἀπό τά ὄρνια, γιατί ἔχει ἁμαρτήσει καί δέν εἶναι ἄξιο νά ταφῆ.

Ἐκεῖνος ταράχτηκε.

- Ἀδύνατο νά κάνω τέτοιο πράγμα, Ἀδελφέ. Δέν τό στέργει ἡ ψυχή μου.

- Αν μοῦ ὑπακούσης, ἀποκρίθηκε ὁ ἑτοιμοθάνατος, καί μοῦ κάνης αὐτή τή χάρι, σοῦ ὑπόσχομαι νά σέ βοηθήσω ἀπό κεῖ πού πηγαίνω.

Μέ πολύ πόνο στήν ψυχή ὁ ἀδελφός ξεπλήρωσε τήν ὑπόσχεσί του. Ἔσυρε γυμνό τό σῶμα τοῦ νεκροῦ καί τό ἔρριξε σέ μιά βαθειά χαράδρα. Τήν τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στόν ὕπνο του ὁ νεκρός καί τοῦ εἶπε:

- Ὁ Θεός νά σ’ ἐλεήση, ἀδελφέ, ὅπως ἐσύ ἐλέησες ἐμένα. Μεγάλη χάρι βρῆκε ἡ ψυχή μου, γιατί καταφρονέθηκε τό σῶμα μου. Παρακάλεσα πολύ γιά σένα πού τόσο μ’ εὐεργέτησες. Ἄφησε πιά τή φροντίδα τοῦ κήπου καί μερίμνησε γιά τήν ψυχή σου. Τό τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε καί κλάψε. Τά κατανυκτικά δάκρυα ἔχουν τή δύναμι νά σβύσουν τή φλόγα τῆς κολάσεως.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 2.27]