Δ-4.10, Κατά θεόν πένθος, (28/4/21).

ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΕΝΘΟΣΚΑΘΩΣ κατέβαινε κάποτε στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, ὁ δρόμος του τόν ἔφερε ἔξω ἀπό τό κοιμητήρι τῆς πόλεως. Μπῆκε μέσα ν’ ἀντικρύση τή ματαιότητα τοῦ κόσμου προτοῦ πατήση τό πόδι του στήν περίφημη πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου. Κοντά σ’ ἕνα μαρμάρινο μνῆμα μιά μαυροντυμένη γυναίκα εἶχε ἀνασπάσει τά πλούσια μαλλιά της καί θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα. Τό κλάμα της σπάραζε τήν καρδιά.

- Ὅλα τά εὐχάριστα τοῦ κόσμου νά μαζευτοῦν γύρω της τήν ὥρα τούτη, συλλογίστηκε ὁ Γέροντας, δέ θά μπορέσουν, ὄχι νά βγάλουν, μά οὔτε κάν νά μετριάσουν τόν πόνο τῆς ψυχῆς της. Μακάρι νά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ Μοναχοί νά βάλωμε τέτοιο πένθος στήν καρδιά μας καί νά θρηνοῦμε ἔτσι ἀκατάπαυστα τίς ἁμαρτίες μας.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.10]