Δ-4.13, Κατά θεόν πένθος, (28/4/21).

ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΕΝΘΟΣΚΑΘΟΜΑΣΤΕ κάποτε μέ τόν Ἀββᾶ Ποιμένα καί πλέκαμε τά πανέρια μας., Ἔλεγε στούς ἀδελφούς ὁ φίλος τοῦ Ὁσίου, Ἀββᾶς Ἰσαάκ.

- Ξαφνικά τόν βλέπω νά σταματᾶ, νά βλέπη στό κενό, σάν νά βρισκόταν πολύ μακριά ὁ νοῦς του. Τό πρόσωπό του νά παίρνη ἔκφρασι πόνου καί δάκρυα νά τρέχουν ἀπό τά μάτια του. Τόν κύτταζα πολλή ὥρα σαστισμένος, μά δέν τολμοῦσα νά τοῦ μιλήσω καί νά τόν ἀποσπάσω ἀπό τήν ἔκστασί του. Ὅταν συνῆλθε ὅμως, τόν παρακάλεσα πολύ νά μή μοῦ κρύψη ποῦ ἦταν ὁ λογισμός του ὅλη αὐτή τήν ὥρα.

- Κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Ἰησοῦ, μοῦ εἶπε ψιθυριστά, μαζί μέ τήν Παρθένον Μαρία, πού ἔκλαιε ἀπαρηγόρητα. Ὤ, πῶς ἐπεθύμησα νά κλαίω, ὅπως Ἐκείνη, κι’ ἐγώ πάντοτε!

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.13]