Δ-4.19, Κατά θεόν πένθος, (6/5/21).

2 μοναχοιΔΥΟ ἀδέλφια ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἄφησαν τόν κόσμο καί πῆγαν ν’ ἀσκητεύσουν στό βουνό τῆς Νιτρίας. Ἔγιναν ὑποτακτικοί ἑνός ἁγίου Ἐρημίτη κι’ ἀγωνίζονταν νά σώσουν τήν ψυχή τους. Κοντά στίς ἄλλες ἀρετές ἀπόκτησαν καί τό πένθος, κι’ ἔχυναν κάθε μέρα πολλά δάκρυα.

Μιά μέρα πού ὁ Γέροντάς τους ἔκανε προσευχή γι’ αὐτούς, εἶδε ἕνα παράδοξο ὅραμα: Τά δύο ἀδέλφια γονατισμένα προσηύχονταν κρατῶντας στό χέρι του καθένας μιά πυκνογραμμένη κόλλα χαρτί. Ἐνῶ τά χείλη τους σιγοψιθύριζαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς τους, ἀπό τά μάτια τους ἔτρεχαν ποτάμι δάκρυα κι’ ἔπεφταν ἐπάνω στό χαρτί τους. Τοῦ ἑνός τά γράμματα ἔσβυναν μ’ εὐκολία ἀπό τά δάκρυα καί τό χαρτί του ἔγινε κατάλευκο. Τοῦ ἄλλου τοῦ καϋμένου, ὅσο κι’ ἄν κόπιαζε, ὅσο κι’ ἄν ἔκλαιγε, μέ πόνο, τά γράμματα, λές κι’ ἦταν χαραγμένα μέ πύρινο μελάνι, δέν ἔσβυσαν.

Ό Γέροντας ἐτρόμαξε ἀπ’ αὐτό πούἔβλεπε μπροστά του. Λυπήθηκε ἡ καρδιά του τόν κόπο τοῦ Ἀδελφοῦ.

- Θεέ μου, παρακάλεσε, τί σημαίνει τοῦτο;

Κι’ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε πώς στό χαρτί τοῦ καθενός ἦσαν γραμμένες οἱ ἁμαρτίες του. Τοῦ ἑνός ἦσαν σφάλματα μικρά, ἀνθρώπινες ἐλλείψεις κι’ ἀδυναμίες, πού τό δάκρυ εὔκολα τίς ἐξάλειψε. Τοῦ ἄλλου ἦσαν βαρειές, θανάσιμες ἁμαρτίες, βαθειά ριζωμένα πάθη, πού ἤθελαν κόπους κι’ ἀγῶνες καθημερινούς γιά νά ξερριζωθοῦν.

Ὕστερα ἀπ' αὐτό καλοῦσε κάθε μέρα σ’ ἐξομολόγησι τόν Ἀδελφό ἐκεῖνο ὁ ἅγιος Γέροντας καί τόν βοηθοῦσε κι’ ἀγωνιζόταν μαζί του νά βγάλη τ’ ἀγκάθια, πού ἦσαν βαθειά ριζωμένα μέσα του.

- Κόπιασε, Ἀδελφέ, τοῦ ἔλεγε, γιατί εἶναι πύρινα καί μέ δυσκολία σβύνουν.

Μά δέν τοῦ φανέρωσε τό ὅραμα γιά νά μή τοῦ κόψη τήν προθυμία, ἕως ὅτου, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀγῶνα τοῦ νέου, ἐξαλείφθηκαν καί τά δικά του γράμματα, ὅπως ἀποκαλύφθηκε πάλι στόν ἅγιο Ἐρημίτη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.19]