Δ-4.2, Κατά θεόν πένθος, (21/4/21).

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ, ἔλεγαν οἱ συνασκηταί του, εἶχε στό στῆθος ἕνα παλιό κομμάτι πανί γιά νά σκουπίζη τά δάκρυα πού διαρκῶς ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του, ἐνῶ ἦταν σκυμμένος στό ἐργόχειρό του.

Ὁ Ὅσιος Ποιμῆν, πού τόν εἶδε κάποτε νά χύνη τόσα δάκρυα, τοῦ εἶπε μέ θαυμασμό:

- Τρισευτυχισμένος εἶσαι, Ἀρσένιε, γιατί πένθησες τόσο πολύ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὤστε θά βρῆς παντοτινή χαρά στόν ἄλλο.

Λένε ἀκόμη πώς κι’ ὁ Ἀλεξάνδρειας Θεόφιλος, πεθαίνοντας, ψιθύρισε:

- Μακάριε Ἀρσένιε, ποτέ δέν λησμόνησες τήν κρίσιμη τούτη στιγμή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πενθῶντας καί κλαίοντας ἀκατάπαυστα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.2]