Δ-4.20, Κατά θεόν πένθος, (6/5/21).

2 μοναχοιΔΥΟ συνασκηταί πού ἀγωνίζονταν μαζί, διάβαζαν μαζί καί τήν καθημερινή τους ἀκολουθία. Ὁ ἕνας εἶχε πολλή κατάνυξι κι’ ἀπό τά δάκρυα, πού ἔχυνε ἄφηνε συχνά τό διάβασμα στή μέση.

- Μά τι σκέπτεσαι καί κλαῖς μέ τόσο πόνο, ὅταν προσεύχεσαι; τόν ἐρωτοῦσε ὁ ἄλλος μέ ἀπορία.

- Νομίζω, Ἀδελφέ μου, πώς στήν ὥρα αὐτή παραστέκομαι στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ γιά νά δικαστῶ καί μή βρίσκοντας τί ν’ ἀπολογηθῶ γιά τίς πολλές μου ἁμαρτίες. Φράζει τό στόμα μου ἀπό φόβο καί χάνω τή συνέχεια τοῦ στίχου πού διαβάζω. Συγχώρησέ με πού σ’ ἐνοχλῶ μ’ αὐτό, ἄλλ’ ἄν σέ ἀναπαύη, ἄς λέγη ὁ καθένας μας ξεχωριστά τήν ἀκολουθία.

- Ὄχι, Ἀδελφέ μου, διαμαρτυρήθηκε ὁ ἄλλος˙ δέ μ’ ἐνοχλεῖς, ἀντίθετα μάλιστα, μέ ὠφελεῖς πολύ. Γιατί, ἐγώ πού δέν ἔχω τό χάρισμα τῆς κατανύξεως καί τῶν δακρύων, βλέποντας ἐσένα συγκινεῖται ἡ καρδιά μου καί μέμφομαι τή σκληρότητά μου.

Γι’ αὐτή του τήν ταπείνωσι κι’ ὁ Ἀδελφός αὐτός ἀπέκτησε γρήγορα τό χάρισμα τῶν δακρύων.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.20]