Δ-4.20, Κατά θεόν πένθος, (12/5/21).

ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας Ἐρημίτης κατέβηκε μέ τόν ὑποτακτικό του στήν πόλι. Οἱ δουλειές τούς ἀνάγκασαν νά μείνουν μερικές μέρες ἐκεῖ. Ὅταν ἔβγαιναν τό πρωί στό δρόμο, παρατηροῦσαν πώς πολλοί ἄνθρωποι, γυναῖκες κι’ ἄνδρες, περνοῦσαν ἀπό τό νεκροταφεῖο. Καθένας στεκόταν, ἄλλος λίγο, ἄλλος πολύ, στό μνῆμα τοῦ νεκροῦ του κι ἔκλαιε κι ἐστέναζε καί μοιρολογοῦσε. Πόσο ψυχικό πόνο ἔκρυβε ὁ καθένας τους!2 μοναχοι
- Βλέπεις πόσα δάκρυα χύνουν ὅλοι τούτοι, τέκνον; εἶπε ὁ Γέροντας στόν ὑποτακτικό του. Κι’ ὅμως, τό πένθος τους δέν εἶναι κατά Θεόν, δέν κλαῖνε τίς ἁμαρτίες τους. Ἄν ἐμεῖς δέ χύσωμε τόσα γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, δέν ξεύρω ἄν θά σωθοῦμε.
Σάν γύρισαν στήν ἔρημο, ἡ πρώτη τους δουλειά ἦταν ν’ ἀνοίξουν δυό τάφους δίπλα-δίπλα, καθένας γιά τόν ἑαυτό του.
Ἀπό τότε περνοῦσαν πολλές ὥρες τῆς ἡμέρας στό κοιμητῆρι ἐκεῖνο κι’ ἔκλαιγαν γιά τήν ψυχή τους, σάν νά εἶχαν μπροστά τους πολυαγαπημένο νεκρό. Ἄν καμμιά φορά ὁ νέος ἀποκοιμιόταν, ὕστερα ἀπό τή νυκτερινή τους προσευχή, ὁ Γέροντας τόν ξυπνοῦσε γρήγορα, θυμίζοντάς του πώς οἱ ἄνθρωποι στήν πόλι θά εἶχαν φθάσει πιά στό νεκροταφεῖο καί θά εἶχαν ἀρχίσει τό ἔργο τους.
- Εἶναι σκληρή σάν πέτρα ἡ ψυχή μου σήμερα καί δέν μπορῶ νά κλάψω, ἔλεγε καμμιά φορά στόν Γέροντά του ὁ ὑποτακτικός.
- Ἀγωνίσου λίγο ἀκόμη, τέκνον, τόν παρακινοῦσε ἐκεῖνος. Ὁ Θεός θά ἰδῆ τόν κόπο σου καί θά σ’ ἐλεήση. Ἡ καρδιά, πού θά δεχτῆ μιά σαϊτιά, πληγώνεται καί δέ βρίσκει πιά γιατρειά. Τό ἴδιο παθαίνει κι’ ὅταν πλήξη τό κατά Θεόν πένθος. Ὁ πόνος δέν φεύγει πιά ἀπ' αὐτή. Μέχρι θανάτου μένει πληγωμένη.
Ἄλλοτε πάλι, πού ὁ νέος ἄρχισε νά χορταίνη ὑπερβολικά, ὁ Γέροντας τόν συμβούλευε ν’ ἀγαπήση τήν ἐγκράτεια σέ ὅλα.
- Παραπονιέσαι, παιδί μου, πώς σκληραίνεται συχνά ἡ καρδιά σου καί δέν χύνει δάκρυα. Τό πένθος μοιάζει μέ τ’ ἀναμμένο λυχνάρι, πού ἄν τ’ ἀφήσης ἀπροφύλακτο, σβύνει στή στιγμή. Ἡ πολυφαγία κι’ ἡ πολυυπνία τό μαραίνουν. Ἡ καταλαλιά καί ἡ πολυλογία τό ἐξαφανίζουν ὁλοκληρωτικά. Ὁ ευλαβής ἄνθρωπος, πού ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ κι ἐπιθυμεῖ νά διατηρήση τό πένθος στήν καρδιά του, πρέπει στήν καθημερινή του ζωή νά κάνη θυσίες γιά χάρι Του.
- Τί εἴδους θυσίες; ζήτησε νά μάθη ὁ νέος.
- Μικρές θυσίες πού σάν τις ἀκοῦμε, δέν μᾶς κάνουν ἐντύπωσι, μά πού σφυρηλατοῦν τό χαρακτήρα καί τόν κάνουν ὅμοιο μέ τό χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ, ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Βρίσκεις, λόγου χάριν, φρέσκο ψωμί. Ἄφησε νά τό φάγη ἄλλος κι’ εὐχαριστήσου σῦ μέ τό ξερό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σοῦ φέρνουν καλό κρασί, ἀνακάτεψέ το μέ ξίδι γιά χάρι Ἐκείνου πού ποτίστηκε ξίδι καί χολή ἐπάνω στό Σταυρό γιά τήν ἀγάπη σου, ἤ πιές πολύ λίγο κι’ ἄφησε τό περισσότερο λέγοντας: αὐτό εἶναι τό μέρος τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ἔχης μαλακό προσκέφαλο, ἄφησέ το κατά μέρος καί βάλε λιθάρι κάτω ἀπό τήν κεφαλή σου γιά τόν Χριστόν. Ἄν κρυώνης στον ὕπνο σου γιατί δέν έχεις σκεπάσματα, μήν παραπονεθῆς. Συλλογίσου πώς κι’ ὁ Χριστός γυμνός ἐπάνω στό Σταυρό κρύωνε κάποτε γιά χάρι σου. Μή θέλης νά εἶναι τό φαγητό σου καλοπεριποιημένο. Θυμήσου πῶς πείνασε κι’ ἐδίψασε γιά σένα ὁ Χριστός.
Ἀνάμιξε κάθε τί πού κάνεις μέ λίγη θλῖψι καί ζῆσε ταπεινά, ὅπως ἔζησε στή γῆ ὁ Χριστός μας, γιά νά βρῆς αἰώνια ἀνάπαυσι στή Βασιλεία του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Δ, παρ. 4.22]