Ε-1.15, Προσευχή, (26/5/21).

ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙΕΝΑΣ ἀπό τούς μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐρήμου ξεκίνησε μιά μέρα νά πάη στό ὄρος Σινᾶ, γιά νά ἐπισκεφθῆ τούς Μοναχούς πού ἀσκήτευαν ἐκεῖ ἐπάνω. Στό δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπ’ αὐτούς, κι’ ἀνέβαιναν σιγά σιγά συζητώντας.
- Βρισκόμαστε σέ μεγάλη στενοχώρια, Ἀββᾶ, εἶπε ἀναστενάζοντας ὁ Μοναχός. Ἔχει μῆνες νά βρέξη καί μᾶς ἔλειψε τελείως τό νερό.
- Γιατί δέν παρακαλεῖτε τόν Θεόν νά σᾶς στείλη βροχή; ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Προσευχές καί λιτανεῖες κάνομε κάθε μέρα, ἀλλά δέν εἰσακουόμεθα.
- Τότε δέν προσεύχεσθε ὅπως πρέπει, εἶπε ὁ Πατήρ. Ἔλα, Ἀδελφέ, νά κάνωμε μιά προσευχή μαζί κι’ ἐλπίζω πώς θά τήν δεχτῆ ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεός.
Στάθηκαν. Ὁ Ἅγιος Γέροντας σήκωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἔκαμε μιά σύντομη, ἀλλά θερμή προσευχή στόν Κύριο, νά λυπηθῆ τά πλάσματά Του πού ὑποφέρουν καί νά στείλη σ’ αὐτά τήν εὐεργετική βροχή Του.
Δέν εἶχε προφθάσει νά τελειώση, ὅταν πελώρια μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά βρέχη ραγδαία βροχή.
Σαστισμένος ὁ Ἀδελφός ἀπό τό θαῦμα, πού ἔγινε τόσο ἀστραπιαία μπροστά στά μάτια του, ἔμεινε πολλή ὥρα σάν ἀπολιθωμένος. Ὕστερα ἔβαλε μετάνοια στόν Ἀββᾶ καί με πολλήν εὐλάβεια τοῦ φίλησε τά πόδια. Ἐκεῖνος πάλι ἀποφεύγοντας τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο, δέν συνέχισε τήν πορεία του, ἀλλά γύρισε πίσω στό κελλί του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.15]