[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.23]
Ε-1.23, Προσευχή, (2/6/21).
ΕΝΑΣ
παλιός Ἐρημίτης στήν κάτω Αἴγυπτο, ἀπλός κι’ ἀπονήρευτος, πίστευε μ’ ἀφέλεια κι’
ἔλεγε πώς ὁ Μελχισεδέκ ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὄταν τό ἔμαθε ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου, κάλεσε τόν Ἐρημίτη στήν ἐπισκοπή καί τοῦ
ἐξήγησε πώς ὁ Μελχισεδέκ ἦταν βασιλεύς καί Ἱερεύς τοῦ Θεοῦ, πλήν ὅμως ἄνθρωπος.
Ὁ Γέροντας δέν πείστηκε ἀμέσως.
- Δόσμου τρεῖς μέρες προθεσμία, εἶπε στόν Ἐπίσκοπο, νά ἐρωτήσω γι’ αὐτό τόν
Θεόν.
Ὕστερα ἀπό τρεῖς ἡμέρες πῆγε πάλι στόν Ἐπίσκοπο καί τοῦ εἶπε μέ χαρά:
- Τώρα, Δέσποτα, εἶμαι βέβαιος πώς ὁ Μελχισεδέκ ἦταν ἄνθρωπος.
- Πῶς εἶσαι τόσο βέβαιος γι’ αὐτό; τόν ρώτησε μ’ ἀπορία ἐκεῖνος.
- Νήστεψα καί προσευχήθηκα νά μοῦ φανέρωση ὁ Κύριός μου τήν ἀλήθεια. Καθώς
παρακαλοῦσα, εἶδα νά περνοῦν ἀπό μπροστά μου σέ ἀτέλειωτη παρέλασι ἕνας πρός
ἕναν ὅλοι οἱ Πατριάρχαι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπό τόν Ἀδάμ ὥς τόν Μελχισεδέκ.
Μόλις πέρασε κι’ αὐτός, ἄκουσα φωνή νά μοῦ λέγη:
- Αὐτός εἶναι ὁ Μελχισεδέκ. Παραδέξου λοιπόν τήν ἀλήθεια.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.23]