Ε-1.24, Προσευχή, (2/6/21).

ΠΡΟΣΕΥΧΗΠΗΓΕ ἕνα πρωί στό κελλί τοῦ Γέροντός του, ὁ Ζαχαρίας, ὁ μαθητής τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, γιά νά πάρη εὐλογία ν’ ἀρχίση κάποιο ἐργόχειρο. Κτύπησε τήν πόρτα κι’ ἐπειδή δέν ἔπαιρνε ἀπάντησι, ἄνοιξε λίγο νά ἰδῆ ἄν ἦταν μέσα ἐκεῖνος. Εἶδε τότε τόν Ὅσιο σέ κατά-στασι θεϊκῆς ἐκστάσεως νά προσεύχεται μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Ἔφυγε ἀθόρυβα ὁ νέος, χωρίς νά τόν ἐνοχλήση. Ὄταν ὅμως κατά τό μεσημέρι ξαναγύρισε, τόν βρῆκε στήν ἴδια στάσι. Τό ἴδιο καί τ’ ἀπόγευμα. Τό βράδυ πιά εἶδε τόν Ὅσιο καθισμένο στό χαμηλό σκαμνί του μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος, ἀπορροφημένο στίς σκέψεις του.
- Τί σοῦ συμβαίνει σήμερα, Ἀββᾶ; ρώτησε ὁ Ζαχαρίας.
- Μικρή ἀδιαθεσία, εἶπε ὁ Γέροντας, δέν εἶναι τίποτε˙ μήν ἀνησυχῆς.
Ό Ζαχαρίας ὅμως δέν ἐννοοῦσε νά πεισθῆ μ’ αὐτή τήν καθησυχαστική ἀπάντησι. Ἔπεσε γονατιστός στά πόδια τοῦ Γέροντός του καί τόν παρακαλοῦσε:
- Δέν θά σηκωθῶ ἀπό ‘δῶ, Ἀββᾶ, ἄν δέν μοῦ φανέρωσης ὅσα εἶδες.
Τότε ἐκεῖνος ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήση πώς ὁ νοῦς του εἶχε τόσο ὑψωθῆ στήν προσευχή, ὤστε ἔβλεπε νοερά τή δόξα τοῦ Θεοῦ.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.24]