Ε-1.25, Προσευχή, (9/6/21).

ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙΚΑΠΟΤΕ, ἐνῶ περπατούσαμε στίς ὄχθες τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας, ὁ Γέροντάς μου κι ἐγώ, διηγεῖτο στούς Ἀδελφούς ὁ Ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητής τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος, κυριεύθηκα ἀπό ὑπερβολική δίψα.
- Διψῶ, Ἀββᾶ, εἶπα στόν Γέροντά μου.
- Πιές ἀπό τή θάλασσα, μοῦ εἶπε.
Τόν κύτταξα μέ ἀπορία. Πινόταν ἐκεῖνο τό νερό, πού ἦταν ὅλο ἁλμύρα καί θειάφι; ὁ Γέροντας ὅμως εἶχε σταθῆ σέ προσευχή καί μέ τό εὐλογημένο χέρι του σταύρωνε τά νερά.
- Πιές, μοῦ ξανᾶπε.
Ὑπήκουσα. Πῆρα μέ τή χούφτα μου καί ἤπια. Τό πικρό νερό τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας εἶχε γίνει πιό γλυκό ἀπό τό μέλι.
Σάν εἶδα τό θαῦμα αὐτό, ἐτοιμάστηκα νά γεμίσω τό μικρό λαγήνι πού εἶχα μαζί μου.
- Γιατί τό γεμίζεις; μέ ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Γιά νά τό ἔχω, ὅταν διψάσω πάλι, Ἀββᾶ.
Με κύτταξε μέ αὐστηρό βλέμμα:
- Ὁ Θεός πού εἶναι ἐδῶ, ὁλιγόπιστε, θά εἶναι καί πιό κάτω.
Ἄλλη φορά θέλαμε νά περάσωμε τό ποτάμι καί δέν βρίσκαμε βάρκα. Ὁ Γέροντας τότε, πού βιαζόταν, ἔκανε τήν προσευχή του καί πέρασε στήν ἀντίθετη ὄχθη, περπατῶντας πάνω στά νερά.
- Πῶς αἰσθανόσουν; τόν ρώτησα ἀργότερα.
- Ἔνοιωθα τό νερό ὥς τούς ἀστραγάλους μόνο, μοῦ ἀποκρίθηκε. Ἀπό κεῖ καί πέρα, περπατοῦσα ὅπως στήν ξηρά.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.25]