Ε-1.31, Προσευχή, (16/6/21).

ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙΤΗΝ ΕΠΟΧΗ πού ἔμενα στή σκήτη, διηγεῖται ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, κτύπησαν μιά μέρα τήν πόρτα τῆς καλύβας μου δυό ξένοι, πολύ νέοι, πού ἔμοιαζαν πώς ἦταν Ἀδελφοί. Ὁ μεγαλύτερος μόλις εἶχε ἀρχίσει νά κάνη γένεια. Ὁ ἄλλος ἀγένειος. Μέ παρακάλεσαν, μέ πολύ σεβασμό καί εὐγένεια, νά τούς δείξω τό κελλί τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου.
- Τί τόν θέλετε; τούς ρώτησα ξαφνιασμένος.
- Ἔχομε ἀκούσει πολλά καλά γι’ αὐτόν καί θέλομε νά τόν γνωρίσωμε, μοῦ εἶπε ὁ μεγαλύτερος.
Τούς φανέρωσα λοιπόν πώς ἤμουν ἐγώ, ἐκεῖνος πού ζητοῦσαν. Ἔβαλαν τότε μετάνοια καί μέ παρακάλεσαν νά τούς κρατήσω κοντά μου. Ἐπιθυμοῦσαν νά γίνουν Μοναχοί. Βλέποντας ἐγώ πώς ἦσαν, ὄχι μόνο πολύ νέοι ἀκόμη, ἀλλά καί εὐγενεῖς καί καλομαθημένοι - φαίνονταν πώς ἀνῆκαν σέ πλουσία οἰκογένεια - τούς εἶπα ἀμέσως πώς ἦταν ἀδύνατο νά τούς κρατήσω σ’ αὐτόν τόν ἄγριο τόπο.
- Ἄν μᾶς διώξης, Ἀββᾶ, εἴμαστε ἀποφασισμένοι νά πᾶμε πιό βαθειά στήν ἔρημο, μοῦ ἀποκρίθηκε πάλι ὁ μεγαλύτερος.
Ὁ νεώτερος εἶχε τό βλέμμα καρφωμένο στή γῆ καί δέν ἄνοιγε τό στόμα νά πῆ λέξι. Ἐγώ στό μεταξύ συλλογίστηκα:
- Γιατί νά τούς διώξω καί νά τούς σκανδαλίσω; ἄς τούς κρατήσω. Γρήγορα ὅμως θά ζητήσουν μόνοι τους νά φύγουν. Ἡ ἀγριάδα τοῦ τόπου κι’ ἡ σκληραγωγία θά τούς διώξη.
- Ἄν νομίζετε πώς θά καταφέρετε νά μείνετε ἐδῶ, κοπιάστε νά φτιάξετε τήν καλύβα σας.
Μ’ εὐχαρίστησαν καί ζήτησαν νά τούς δείξω τόν τόπο. Τούς ἔδωσα ἀπό μιά ἀξίνα κι’ ἕνα καλάθι πολυκαιριασμένα παξιμάδια καί τούς ἀνέβασα στήν κορφή ἑνός ἀπόκρημνου βράχου.
- Καθαρίστε τό μέρος, κόψετε καλάμια ἀπό τό ἕλος καί φτιάξετε τήν κατοικία σας.
- Τί ἐργόχειρο κάνετε ἐδῶ, Ἀββᾶ; ρώτησε ὁ μεγαλύτερος.
- Πλέκομε πανέρια.
Τούς ἔδειξα νά σκίζουν φοινικόφυλλα καί νά ἑτοιμάζουν ὑλικό γιά τό πλέξιμο.
- Θά τά δίνετε στό διακονητή πού θά σᾶς στείλω, τούς ἐξήγησα, κι’ ἐκεῖνος θά σᾶς φέρνη τό ψωμί σας.
Ἀφοῦ τούς ἔδωσα κανόνα προσευχῆς, μελέτης καί νηστείας, τούς ἀποχαιρέτησα κι’ ἔφυγα. Ἔμειναν μόνοι καί φαίνεται πώς τήρησαν μέ μεγάλη ἀκρίβεια, ὅσα τούς εἶπα.
Τρία ὁλόκληρα χρόνια πέρασαν κι’ οὔτε μιά μέρα δέν φάνηκαν νά μοῦ δώσουν τήν παραμικρή ἐνόχλησι.
- Παράδοξο πρᾶγμα, ἄρχισα νά σκέπτωμαι. Τόσοι καί τόσοι Ἀδελφοί ἔρχονται ἀπό μακριά κάθε μέρα νά μέ συμβουλευθοῦν καί τοῦτοι ἐδῶ, δυό βήματα πιό πέρα, νά μήν ἔλθουν οὔτε μιά φορά.
Ἀλλά οὔτε πουθενά ἀλλοῦ πήγαιναν. Τούς βλέπαμε μόνο στό Κυριακό κάθε Κυριακή καί μεγάλη ἑορτή, σοβαρούς καί σιωπηλούς. Ποτέ δέν ἀντάλλαξαν οὔτε λέξι μέ κανένα. Κοινωνοῦσαν κι’ ἔφευγαν εὐθύς γιά τήν καλύβα τους. Ἐπειδή μοῦ φάνηκε πώς ἔκρυβαν κάποιο μυστήριο, ἐνήστεψα γιά χάρι τους μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα κι’ ἔκανα θερμή προσευχή νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός τήν πνευματική τους ἐργασία. Ὄταν τελείωσε τό τάξιμο, πῆγα ὁ ἴδιος στό κελλί τους νά ἰδῶ τί κάνουν. Μοῦ ἄνοιξαν κι’ ἔβαλαν μετάνοια μέ σιωπή. Ἐγώ εἶπα τή συνηθισμένη εὐχή καί κάθισα. Τότε ὁ μεγαλύτερος ἔκανε μέ τό χέρι του νόημα στόν μικρότερο νά φύγη. Ἐκεῖνος ἐξαφανίστηκε ἀμέσως. Ὁ μεγαλύτερος συνέχισε νά πλέκη τό πανέρι του μέ ἀξιοθαύμαστη ἐπιδεξιότητα, χωρίς νά βγάζη λέξι ἀπό τό στόμα του.
Σάν ἔφτασε ἡ ἐνάτη ὥρα, ἔκρουσε τό ξύλο. Τότε παρουσιάστηκε ὁ νεώτερος. Ἔστρωσε τράπεζα, ἔβαλε πάνω βρεμένα κουκιά, τρία παξιμάδια καί νερό. Ὄταν ἦσαν ὅλα πιά ἕτοιμα, στάθηκε παράμερα σιωπηλός, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος καί περίμενε.
- Ἄς φᾶμε, εἶπα ἐγώ, δίνοντας τό σύνθημα γιά νά καθίσωμε στήν τράπεζα. Προσευχηθήκαμε καί φάγαμε μέ σιωπή.
Ὄταν τελειώσαμε τό φαγητό μας, ἤπιαμε λίγο νερό ἀπό τό ξύλινο ποτήρι, προσευχηθήκαμε κι’ ἐκεῖνοι πῆγαν πάλι στό ἐργόχειρό τους. Σάν ἔδυσε πιά ὁ ἥλιος, μέ ρώτησε ὁ μεγαλύτερος:
- Θά φύγης Ἀββᾶ;
- Ὄχι, θά μείνω ἐδῶ ἀπόψε.
Μοῦ ἔστρωσαν παράμερα ἕνα ψαθί. Ἔστρωσαν ἀκόμη ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους, εἴπαμε τή βραδυνή μας προσευχή μαζί, μοῦ ἔβαλαν μετάνοια κι’ ἀφοῦ ξέσφιξαν λίγο τίς ζῶνες τους ἐπλάγιασαν. Τό ἴδιο ἔκανα κι’ ἐγώ. Σ’ ὅλο τό διάστημα τῆς ἡμέρας δέν εἶχα σταματήσει νά παρακαλῶ τόν Θεό νά μοῦ φανέρωση τή μυστική τους ἐργασία.
Ὄταν ὑπολόγισαν πώς θά ἔχω πιά κοιμηθῆ, σηκώθηκαν ἀπό τό ψαθί τους κι’ ὑψώνοντας τά χέρια στόν οὐρανό ἄρχισαν νά προσεύχωνται. Μέ μισόκλειστα μάτια τούς παρακολουθοῦσα, προσέχοντας νά μή μοῦ διαφύγη τίποτε.
Ξαφνικά εἶδα ἕνα πλῆθος πονηρά πνεύματα, σάν μυῖγες, νά πετοῦν γύρω ἀπό τό στόμα τοῦ νεωτέρου. Ἦταν φανερό πώς προσπαθοῦσαν νά τόν κάνουν νά χασμουριέται στήν προσευχή. Θεῖος Ἄγγελος ὅμως μέ πύρινη ρομφαία τούς ἔδιωχνε. Τόν μεγαλύτερο δέν τολμοῦσαν νά τόν πλησιάσουν.
Μόλις ἄρχισε νά χαράζη, ἔπεσαν στό ψαθί τους καί ἔκαναν πώς κοιμοῦνται. Ἔκανα κι’ ἐγώ τότε πώς ξύπνησα.
- Θέλεις νά διαβάσωμε τούς δώδεκα ψαλμούς, Ἀββᾶ; μέ ρώτησε ὁ μεγαλύτερος.
- Ἄς διαβάσωμε, τοῦ εἶπα.
Ἄρχισε ὁ πιό μικρός. Εἶδα τότε μιάν ἀναμμένη λαμπάδα νά βγαίνη ἀπό τό στόμα του καί ν’ ἀνεβαίνη στά οὐράνια. Σάν ἄρχισε κι’ ὁ ἄλλος νά διαβάζη μοῦ φάνηκε πώς πύρινη στήλη ἔνωνε τή γλῶσσα του μέ τόν Οὐρανό. Εἶχε ἀρκετά προχωρήσει ἡ ἡμέρα, ὅταν ἑτοιμάστηκα νά φύγω.
- Εὔχεσθε καί γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, τούς εἶπα καθώς τούς ἀποχαιρετοῦσα.
- Μοῦ ἔβαλαν μετάνοια χωρίς νά ποῦν λέξι. Ἔφυγα μέ τίς καλλίτερες εντυπώσεις. Οἱ δύο νέοι εἶχαν πραγματικά φθάσει σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς μέ τήν προσευχή καί τή σιωπή τους.
Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, ἀφ’ ὅτου τούς ἐπισκέφθηκα, ἐκάλεσε κοντά Του ὁ Κύριος τόν μεγαλύτερο καί τρεῖς ἡμέρες μετά, τόν νεώτερο ἀδελφό.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.31]