Ε-1.36, Προσευχή, (23/6/21).

ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ τῆς σκήτης ρώτησαν ἕνα Γέροντα, ἄν πραγματικά ὠφελοῦνται ἐκεῖνοι πού ζητοῦν ἀπό τούς ἄλλους νά προσευχηθοῦν γιά χάρι τους.
- Πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς, πλήν ὅμως «ἐνεργουμένη», βοηθουμένη, μέ ἄλλα λόγια, ἀπό τόν ἴδιο πού ζητᾶ τήν προσευχή. Σέ τί νά ὠφελήσουν αἱ προσευχαῖ τῶν ἁγίων, ἐκεῖνον, πού θεληματικά παραμελεῖ τήν σωτηρία του;
Καί τούς διηγήθηκε τήν παρακάτω ἱστορία:
- Ὁ Ἡγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ εὐλαβῆς κι’ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ἔκανε κάθε μέρα αὐτή τήν προσευχή:
- Σέ παρακαλῶ, Κύριε, μή μέ χωρίσης ἀπό τά πνευματικά μου παιδιά στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ἀξίωσέ μας νά ἀπολαύσωμε ὅλοι μαζί τήν οὐράνιο μακαριότητα.
Κάποτε ὅμως τόν πληροφόρησε ὁ Θεός, μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο, πώς ὁ καθένας ἑτοιμάζει μόνος, μέ τά ἔργα του, τή μελλοντική του ἀποκατάστασι.
Πλησίαζε ἡ ἑορτή ἑνός Ἁγίου, πού πανηγύριζε τό γειτονικό τους Μοναστήρι. Οἱ Ἀδελφοί τοῦ Μοναστηριοῦ ἐκείνου προσκαλέσανε τόν Ἀββᾶ τοῦ Κοινοβίου καί ὁλόκληρη τήν συνοδεία του νά πάρουν μέρος στήν πανήγυρι. Ἐκεῖνος ὅμως ἀποφάσισε νά μήν πάη, ἀποφεύγοντας ἔτσι τίς τιμές πού συνήθως τοῦ ἔκαναν ἐκεῖ. Τήν παραμονή ἀκριβῶς ἄκουσε μυστηριώδη φωνή στόν ὕπνο του νά τόν διατάζη νά πάη ὁπωσδήποτε στό πανηγύρι, ἀφοῦ στείλει νωρίτερα τούς ὑποτακτικούς του. Ὁ Ἡγούμενος ὑπήκουσε στή θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τούς μαθητᾶς του νά ξεκινήσουν παρευθύς γιά τό γειτονικό Κοινόβιο. Στό δρόμο τους συνάντησαν πεσμένον χάμω ἕνα δυστυχισμένο γέρο νά βογγᾶ. Τόν ρώτησαν τί τοῦ συνέβαινε.
- Εἶμαι ἄρρωστος, τούς ἀποκρίθηκε μέ κόπο, καί δέν ἔπαψε ν’ ἀναστενάζη. Πήγαινα στό γιατρό μέ τό ζῶο μου, μά σάν ἔφτασα σέ τοῦτο τό μονοπάτι, μ’ ἔρριξε κάτω κι’ ἔφυγε. Τί ἔγινε, κι’ ἐγώ δέν ξέρω. Οὖτε ἄνθρωπος βρέθηκε νά μέ βοηθήση νά σηκωθῶ.
Τά τελευταία λόγια τά πρόφερε μέ πολύ παράπονο
.
- Τί νά σοῦ κάνωμε, γέροντα, τοῦ εἶπαν οἱ καλόγεροι. Εἴμαστε κι ἐμεῖς πεζοί καί βιαστικοί.
Συνέχισαν ἔτσι τό δρόμο τους γιά νά φτάσουν στήν ὥρα τους στό πανηγύρι, ἀφήνοντας στή μέση τοῦ δρόμου ἀβοήθητο τό φτωχό γέρο.
Σέ λίγο νά κι’ ὁ Ἡγούμενος. Εἶδε τόν ἄνθρωπο σέ κακή κατάστασι. Ἔσκυψε πάνω του μέ συμπόνια. Ἄκουσε τά βάσανά του καί τόν ρώτησε μέ καταφανῆ ἔκπληξι:
- Καλά, δέν πέρασαν ἀπό ‘δῶ πρίν ἀπό λίγο κάτι νέοι καλόγεροι; Γιατί δέν τούς σταμάτησες νά σέ βοηθήσουν; Θά ἔπρεπε, χωρίς ἄλλο, νά σέ εἶδαν.
- Μέ εἶδαν καί μέ ρώτησαν, Ἀββᾶ, εἶπε μέ λύπη ὁ Γέρος. Μοῦ εἶπαν ὅμως πώς ἦσαν πεζοί καί βιαστικοί καί δέ μποροῦσαν νά μοῦ κάνουν τίποτε.
Ό Ἡγούμενος ἀναστέναξε βαθειά, ντροπιασμένος ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν μαθητῶν του.
- Ἄν στηριχτῆς πάνω μου, θά μπορέσης νά περπατήσης λίγο;
- Ἀδύνατο νά κινηθῶ, Πᾶτερ.
- Ἐλα λοιπόν νά σέ ἀνεβάσω στούς ὤμους μου, εἶπε ὁ γέρο Ἡγούμενος ἀποφασιστικά, κι’ ὁ Θεός θά βοηθήση νά φτάσωμε ἐκεῖ πού πηγαίνεις.
- Δέν μπορεῖς νά μέ κουβαλήσης τόσο δρόμο πάνω στούς ὤμους σου. Μήπως εἴσαι κι’ έσύ νέος; Πήγαινε, Ἀββᾶ, στή δουλειά σου καί μή χασομερᾶς ἄδικα γιά μένα. Εὐχήσου μόνο νά μ’ ἐλεήση ὁ Θεός.
- Δέ σ’ ἀφήνω ἔτσι, σέ τέτοια κατάστασι, διαμαρτυρήθηκε ὁ ἄνθρωπος του Θεοῦ. Θά σέ πάω στήν πόλι.
Μέ πολύ κόπο ἀνέβασε τόν ἄρρωστο στούς ἀδύνατους ὤμους του ὁ γέρο Ἡγούμενος. Τό βᾶρος στήν ἀρχή τοῦ φάνηκε ἀσήκωτο. Μέ μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε νά σέρνη τά πόδια του.
- Παράδοξο πρᾶγμα!
Σιγά-σιγά ἀλάφραινε, ὤσπου σέ μιά στιγμή τοῦ φάνηκε πώς τοῦ ἔφυγε ἀπό τήν πλάτη τό φορτίο. Σήκωσε τό κεφάλι νά ἰδῆ τί συνέβαινε. Ἀντί τοῦ φτωχοῦ γέρου, πού εἶχε πάρει στούς ὤμους του, στεκόταν μπροστά του ἕνας πανέμορφος Ἄγγελος.
- Μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος νά σέ πληροφορήσω, τοῦ εἶπε μέ τή γλυκεία φωνή του πού ἔμοιαζε μέ ὑπερκόσμια μουσική, πώς τότε μόνο θ' ἀξιωθοῦν οἱ μαθηταί σου νά βρεθοῦν μαζί σου στή Βασιλεία Του, ὅταν ἀκολουθήσουν τά ἴχνη σου. Διαφορετικά, ἄδικα κοπιάζεις καί προσεύχεσαι γι’ αὐτούς. Ὁ Θεός δίνει στόν καθένα τήν ἀμοιβή τῶν ἔργων του.
Ὁ Ἄγγελος μέ μιᾶς χάθηκε στά οὐράνια. Ὁ γέρο Ἡγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στό Μοναστήρι του γιά ν’ ἀρχίση καινούργιο ἀγῶνα. Χρειαζόταν ἀκόμη κοπιαστική δουλειά γιά νά μορφώση χαρακτῆρες.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.36]