Ε-1.37, Προσευχή, (30/6/21).

ΑΓΙΟΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΙΩΗΛ, ΟΥΑΡΟΣΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, πού εἶναι γεμάτα μ’ ὁλόχρυσες σελίδες ἡρωικῶν πράξεων, διαβάζομε τήν ἀκόλουθη συγκινητική ἱστορία:
Ὅταν αὐτοκράτορας στή Ρώμη ἦταν ὁ Μαξιμιανός, μαρτύρησε στήν Αἴγυπτο, γύρω στά 304, ὁ Ἅγιος Οὔαρος, νεαρός ἀκόμη ἀξιωματικός κάποιας Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος. Ζηλωτής χριστιανός, συνελήφθη μέσα στίς φυλακές πού πήγαινε κρυφά γιά ν’ ἀνακουφίζη καί νά δίνη θᾶρρος στούς μάρτυρας. Ἦλθε ἔτσι κι’ ἡ δική του σειρά νά χύση τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη ἀπό τή Θεία Πρόνοια, μιά πολύ εὐσεβής χριστιανή, ἡ Κλεοπάτρα. Ἦταν χῆρα, ἀλλά πλουσιωτάτη κι’ εἶχε κοντά της τό μικρό μοναχογυιό της. Ἡ εὐγενής κυρία παρακολούθησε μέ βαθύ πόνο τά σκληρά βασανιστήρια, πού ἔκαναν στό νέο γιά ν’ ἀρνηθῆ τήν πίστι του. Ὅταν ἔμεινε πιά ἄψυχο τό μαρτυρικό σώμα, ἡ Κλεοπάτρα ἔδωσε πολλά χρήματα στούς δημίους καί τό πῆρε. Μέ μεγάλη εὐλάβεια τό μετέφερε στ’ ἀρχοντικό της καί τό ἔθαψε σ'ένα ἰδιαίτερο δωμάτιο.
Ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια, ὅταν βασίλεψε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί σταμάτησαν οἱ διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἡ Κλεοπάτρα ἄφησε τήν Αἴγυπτο γιά νά γυρίση πίσω στήν πατρίδα της τήν Παλαιστίνη καί πῆρε μαζί της τό λείψανο τοῦ μάρτυρος, σάν πολύτιμο θησαυρό. Ἐκεῖ ξόδεψε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν περιουσία της κι’ ἕκτισε μεγαλοπρεπέστατη ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Οὐάρου κι’ ἀφιέρωσε σ’ αὐτήν τό τίμιο λείψανο πού φύλαγε μέσα σέ ὁλόχρυση λάρνακα.
Ὅταν ἦσαν πιά ὅλα ἕτοιμα, προσκάλεσε τόν Ἐπίσκοπο καί τούς κληρικούς τῆς ἐπαρχίας γιά τά ἐγκαίνια. Ὕστερα ἀπό τή Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε ὅλους τούς πιστούς καί τούς ἔστρωσε πλούσιο τραπέζι. Ἡ χῆρα, μαζί μέ τό νεαρό γυιό της, περιποιήθηκαν μέ τά ἴδια τους τά χέρια ὅλους τούς προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στό στόμα τους. Σάν νύκτωσε καί τό σπίτι ἄδειασε ἀπό τόν κόσμο, τσακισμένος ἀπό τήν κούρασι ὁ νέος, πῆγε στό δωμάτιό του νά ξεκουρασθῆ. Σέ λίγο πῆγε κι’ ἡ μητέρα νά τοῦ πάη φαγητό. Τόν βρῆκε νά καίγεται στόν πυρετό. Ἀνήσυχη τοῦ ἔκανε τίς περιποιήσεις πού ἤξερε, ξεχνῶντας τήν πείνα καί τήν κούρασί της. Ἀλλ’ ὅσο πέρναγε ἡ ὥρα, ὁ πυρετός ἀνέβαινε καί προτοῦ προφτάση νά ἔρθη ὁ γιατρός, ὁ νέος ξεψύχησε στήν ἀγκαλιά τῆς ἀπαρηγόρητης μάνας. Ἀλλόφρονη ἐκείνη ἀπό τήν ἀπροσδόκητη συμφορά, σήκωσε τό νεκρό σώμα καί τό πῆγε στήν ἐκκλησία τοῦ μάρτυρος. Τό ἀκούμπισε πάνω στή λάρνακα τῶν λειψάνων καί πέφτοντας στά γόνατα, ξέσπασε σέ σπαρακτικό θρῆνο. Μέ πονεμένα λόγια, θύμιζε στόν μάρτυρα, σάν νά τόν εἶχε ζωντανό μπροστά της, ὅσα εἶχε κάνει γιά χάρι του καί ἀπαιτοῦσε ἀπ’ αὐτόν νά κάνη ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ Ἐλισσαῖος γιά τή Σωμανίτιδα.
Ἀνάμεσα στά δάκρυα καί στ’ ἀναφυλλητά, συντριμμένη ἀπό τόν πόνο, ἀποκοιμήθηκε. Εἶδε τότε ἕνα θαυμάσιο ὄνειρο, πού παρηγόρησε τή μητρική καρδιά της.
Ἄνοιξε μπροστά στά μάτια της ὁ οὐρανός καί μέσα ἀπό φῶς ὑπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένος μ’ ὁλόχρυσο στεφάνι. Ἡ δόξα του δέν περιγράφεται. Κρατοῦσε ἀπό τό χέρι, σάν φίλος τόν φίλο του, τό γυιό τῆς χήρας, πού φόραγε κι’ αὐτός ὁλάνθιστο στεφάνι στό ὄμορφο κεφάλι του.
- Μή μέ κατηγορῆς γιά ἀγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, τῆς εἶπε ὁ μάρτυς μέ γλυκύτητα. Θυμᾶσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στά λείψανά μου, γύρευες χάριτες γιά τό παιδί σου; Τί πιό μεγάλο χάρισμα μποροῦσα νά σοῦ ἀνταποδώσω ἀπό τούτη τή δόξα πού βλέπεις; Ἄν, ὕστερα ἀπ’ αὐτό, ἐξακολουθῆς νά τόν γυρεύης κοντά σου, εἶναι ἐλεύθερος νά ἔλθη. Kαί γυρίζοντας στό νέο, τοῦ ἔδειξε τήν πονεμένη μητέρα του.
- Φίλε μου, μπορεῖς νά πᾶς μαζί της.
Ἐκεῖνος ὅμως ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τοῦ μάρτυρος, σάν νά μην ἤθελε ποτέ νά τόν ἀποχωριστῆ, καί στρέφοντας στή μητέρα του ἐλαφρά τό κεφάλι, τῆς εἶπε:
- Ἐπιμένης λοιπόν νά μοῦ στερήσης αὐτή τήν εὐτυχία; Θέλεις ποτέ νά μέ ξαναφέρης ἀπό τά αἰώνια στά πρόσκαιρα κι’ ἀπό τή χαρά στή λύπη; Πᾶψε, μητέρα, νά πενθῆς καί ἑτοιμάσου νά μᾶς συναντήσης.
Βάλσαμο παρηγοριᾶς χύθηκε στήν πληγωμένη καρδιά τῆς χήρας, ὕστερα ἀπό τήν ὀπτασία. Ἀφοῦ ἔθαψε τό παιδί της στήν καινούργια ἐκκλησία, μοίρασε στούς φτωχούς ὅλη τήν περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα κι’ ἔμεινε ἐκεῖ κοντά στόν τάφο τοῦ μάρτυρος καί τοῦ παιδιοῦ της. Ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια περιποιήθηκε τό ναό καί πέθανε μέ φήμη ἁγίας.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.37]