Ε-1.39, Προσευχή, (7/7/21).

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ μιά Κυριακή στήν Ἐκκλησία τῆς σκήτης ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, πού εἶχε χάρισμα ἀπό τόν Θεό νά διακρίνη μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅσα οἱ ἄλλοι δεν ἔβλεπαν μέ τά σωματικά τους μάτια, εἶδε τήν καλύβα κάποιου Μοναχοῦ τριγυρισμένη ἀπό πονηρά πνεύματα. Πολλά εἶχαν τή μορφή παιδιών, πού ἔκαναν κάθε λογῆς ἀταξία. Ἄλλα ἔμοιαζαν μέ ἄσεμνες γυναῖκες. Χόρευαν, πηδοῦσαν κι’ ἔκαναν διάφορα ἀνόητα καμώματα.
- Χωρίς ἄλλο, συλλογίσθηκε ὁ Ὅσιος, ἔχει κυριευθῆ ἀπό ἀμέλεια ὁ Ἀδελφός, γι’ αὐτό ἔχουν τόσο θάρρος μαζί του oἱ δαίμονες.
Σάν τελείωσε ἡ Λειτουργία, πῆγε καί χτύπησε τήν πόρτα τοῦ Μοναχοῦ:
- Ἦλθα νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη, τοῦ εἶπε.
- Μετά χαρᾶς, Ἀββᾶ, ἄν περνᾶ ἀπό τό χέρι μου.
- Βρίσκομαι σέ μεγάλη στενοχώρια καί θέλω νά προσευχηθῆς γιά μένα στόν Κύριο νά μέ ἀνακουφίση.
Ἀπόρησε ὁ Ἀδελφός, ἀκούοντας τόν Γέροντα νά μιλᾶ ἔτσι.
- Δέν εἶμαι ἄξιος, Ἀββᾶ, νά προσεὐχωμαι ἐγώ γιά σένα, τοῦ εἶπε συνεσταλμένα.
- Δέν φεύγω ἀπό ‘δῶ, ἐπέμενε ὁ Ὅσιος, ἄν δέ μοῦ δώσης ὑπόσχεσι πώς θά κάνης κάθε βράδυ μιά προσευχή γιά μένα.
Ἔτσι τόν ἀνάγκασε νά ὑποσχεθῆ. Τό ἴδιο βράδυ κιόλας προσευχήθηκε γιά τόν Γέροντα. Ὕστερα συλλογίστηκε:
- Παρακάλεσες, ταλαίπωρε, γιά ἕνα τέτοιον ἅγιο καί γιά τόν ἑαυτό σου δέν ζήτησες τίποτε.
Πρόσθεσε ἔτσι ἄλλη μιά προσευχή γιά τόν ἑαυτό του. Τό ἴδιο ἔκανε καί τό ἄλλο βράδυ καί τό ἐπόμενο. Ὥσπου συνήθισε νά λέη δυό προσευχές ὅλη τήν ἑβδομάδα.
Τήν Κυριακή πέρασε πάλι ἔξω ἀπό τήν καλύβα του ὁ Ὅσιος. Οἱ δαίμονες βρίσκονταν εκεῖ, ἀλλά δυσαρεστημένοι. Κατάλαβε ἀμέσως πώς ἡ προσευχή τοῦ Ἀδελφοῦ εἶχε ἀρχίσει νά ἐνεργῆ ἀποτελεσματικά. Μπῆκε μέσα καί τόν παρακάλεσε νά προσθέση ἄλλη μιά προσευχή γιά χάρι του. Ἐκεῖνος δέχθηκε μέ προθυμία. Κοντά στίς δύο προσευχές πού ἔκανε τώρα γιά τόν Γέροντα, πρόσθεσε δυό ἀκόμη γιά τόν ἑαυτό του. Πέρασε ἄλλη μιά ἑβδομάδα πού ὁ Ἀδελφός ἔλεγε τέσσερες προσευχές.
Ὅταν πῆγε τήν Κυριακή νά τόν ἰδῆ ὁ Ὅσιος, βρῆκε τούς δαίμονες άμίλητους καί σκυθρωπούς. Εὐχαρίστησε τόν Θεό καί παρακάλεσε τόν Ἀδελφό νά προσθέση καί τρίτη προσευχή γιά χάρι του.
- Βλέπω μεγάλη ώφέλεια ἀπό τίς προσευχές σου, Ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, γιά νά τόν ἐνθαρρύνη.
Τώρα ὁ πρώην ἀμελῆς Μοναχός προσευχόταν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας, γιατί κοντά στίς τρεῖς προσευχές, πού ἔλεγε γιά τόν Ὅσιο, πρόσθεσε ἄλλες τρεῖς γιά τόν ἑαυτό του.
Τήν Κυριακή πηγαίνοντας πάλι στήν ἐκκλησία ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, δέχτηκε τήν ἐπίθεση τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Τόν ἀπειλοῦσαν καί τόν ἔβριζαν, γιατί ἔγινε ἀφορμή νά διορθωθῆ ὁ Μοναχός. Εἶχαν ὅμως ἀπομακρυνθῆ πολύ ἀπό τήν καλύβα του. Ἡ προσευχή του τά ἐμπόδιζε νά πλησιάσουν.
Εὐχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τόν Θεό ὁ Ὅσιος γιά τή μεταβολή τοῦ Ἀδελφοῦ. Ὕστερα τόν συμβούλευσε νά μή παραμελῆ ποτέ τήν προσευχή του, γιά νά μήν πέφτη εὔκολα στίς παγίδες πού στήνει ὁ διάβολος γιά νά παρασύρη τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.39]