Ε-1.40, Προσευχή, (14/7/21).

ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙΟ ΟΣΙΟΣ Παλαμών, ὁ Γέροντας τοῦ Ὁσίου Παχωμίου, ὅταν ἔβλεπε πώς ὁ νεαρός ὑποτακτικός του νύσταζε τή νύκτα πού προσευχόταν, τόν ἔπαιρνε κι’ ἀνέβαιναν πάνω στό γειτονικό ἀμμόλοφο. Κρατοῦσε ὁ καθένας τους ἕνα ζεμπύλι καί κουβαλοῦσαν ἄμμο ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Τόν συνήθιζε ἔτσι ν’ ἀντιστέκεται στόν ὕπνο καί νά γίνεται πιό πρόθυμος στήν προσευχή.
- Νά εἴσαι πάντα ἄγρυπνος, παιδί μου, τοῦ ἔλεγε συχνά, γιά νά μή σέ βρῆ στόν ὕπνο ὁ πειρασμός καί κλέψει ὅλους σου τούς κόπους.
Συνήθισε σιγά-σιγά ὁ Παχώμιος νά σηκώνη τά χέρια του στόν Οὐρανό ἀπό τό βράδυ, πού ἄρχιζε τήν προσευχή του, καί νά τά κατεβάζη ὅταν ἔβγαινε ὁ ἥλιος. Ἔτσι ἀπέκτησε καθαρή καρδιά κι ἀγνό σῶμα.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.40]