Ε-1.9, Προσευχή, (19/5/21).

ΠΕΡΑΣΑΝ κάποτε ἀπό τό κελλί τοῦ Ἀββᾶ Λουκίου οἱ λεγόμενοι Εὐχῖται Μοναχοί. Ὁ Γέροντας τούς κράτησε καί συνωμίλησε μαζί τους.
- Ποιό εἶναι τό ἔργο σας, Ἀδελφοί; τούς ρώτησε.
- Ἐμεῖς δέν ἀσχολούμεθα μέ καμμιά ὑλική ἐργασία, ἀποκρίθησαν ἐκεῖνοι. Ἀκολουθοῦμε τή σύστασι τοῦ Θείου Παύλου: ἀδιαλείπτως προσευχόμεθα.ΠΡΟΣΕΥΧΗ
- Δέν τρῶτε καθόλου;
- Τρῶμε.
- Δέν κοιμᾶσθε;
- Κοιμώμεθα λίγο.
- Ὅταν κοιμᾶσθε, ποιός προσεύχεται γιά σᾶς; Μά τότε, Ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ Ἀββᾶς Λούκιος, δέν κάνετε ἀκριβῶς αὐτό πού λέτε. Ἐμεῖς ἐδῶ κάνομε ἐργόχειρο γιά νά μή ζοῦμε εἰς βᾶρος ἄλλων καί νά πῶς τηροῦμε τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»:
Ὅταν ἀρχίζωμε τό πρωΐ τή δουλειά μας, λέγει ὁ καθένας μας: «ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου και κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου». Δέν εἶναι τοῦτο προσευχή;
Ὅταν μέ τό νοῦ προσεύχομαι, τά χέρια μου πλέκουν. Ἀπό τήν ἐργασία μου αὐτή κερδίσω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ἐλάχιστα γιά τό καθημερινό μου ψωμί καί τά ὑπόλοιπα τά δίνω ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς καί ἄρρωστους ἀδελφούς μου, πού δέν μποροῦν νά ἐργασθοῦν. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς τρῶμε ἤ κοιμώμεθα, οἱ πτωχοί προσεύχονται γιά μᾶς καί ἡ καρδιά μας μᾶς πληροφορεῖ πώς ἔτσι ἐφαρμόζομε τή σύστασι τοῦ Ἀποστόλου.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 1.9]