ΕΝΑΣ
Ἐρημίτης δέχτηκε μιά μέρα τήν ἐπίσκεψι κάποιου συνασκητοῦ του. Σάν
ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, εἶπε στόν ὑποτακτικό του νά ἐτοιμάση λίγη
φακή καί νά βρέξη τά παξιμάδια γιά νά φιλοξενήσουν τόν ἐπισκέπτη. Ὁ
νέος ἔκανε ὅπως τοῦ εἴπαν. Οἱ Γέροντες ὅμως ἀπορροφημένοι ἀπό τήν
πνευματική συζήτησι, πού εἶχαν ἀρχίσει, ἔμειναν στή θέσι τους ὥς τήν
ἄλλη μέρα τό μεσημέρι, χωρίς νά νοιώσουν πεῖνα ἤ νύστα ἤ κάποια
κούρασι. Τότε εἶπε πάλι ὁ Ἐρημίτης στόν ὑποτακτικό του:
- Μαγείρεψε, τέκνον, λίγη φακή, νά φάγη ὁ ξένος μας.
-Ἀπό χτές, Ἀββᾶ, εἶναι ὅλα ἑτοιμα στήν τράπεζα, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἔτσι καθήσανε πιά ὅλοι μαζί νά φᾶνε.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 3.12]