ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος Γέροντας ἐπισκέφθηκε ἕνα ἀπό τούς Πατέρας. Ἔψησε ἐκεῖνος λίγα ὄσπρια νά τόν φιλοξενήση. Ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος, πρότεινε στόν ἐπισκέπτη του νά ποῦν τήν προσευχή τους, πρίν καθίσουν στήν τράπεζα. Ὁ ἄλλος δέχτηκε πρόθυμα. Ἄρχισαν. Τότε ὁ μέν ἕνας εἶπε ἀπ’ ἔξω ὁλόκληρο τό ψαλτήρι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀποστήθισε τούς δύο μεγάλους Προφήτας.
Ἔτσι ξημερώθηκαν κι’ ἔφυγε ὁ ἐπισκέπτης χωρίς κανένας ἀπό τούς δύο νά θυμηθῆ τό φαγητό, πού τούς περίμενε στήν τράπεζα.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 3.13]