ΕΝΑΣ
ΕΥΛΑΒΗΣ χριστιανός ἄφησε τόν κόσμο, πῆρε τό μικρό του γυιό κι’ ἐπῆγε
στήν ἔρημο. Πέρασαν χρόνια. Ὁ πατέρας, πού εἶχε προοδεύσει πολύ στήν
ἀρετή, ἔφερε μέ τήν προσευχή του στά λογικά του κάποιο δαιμονισμένο.
Τότε ὁ γυιός πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο Γέροντα καί τοῦ παραπονέθηκε:
- Ό πατέρας μου, Ἀββᾶ, πρόκοψε πιό πολύ ἀπό μένα καί διώχνει
δαιμόνια.
- Δέν εἶναι μόνο αὐτό σημάδι προκοπῆς, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Δέν
εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμις πού κάνει θαύματα, καθώς
κι’ ἡ πίστη τοῦ ἀρρώστου ἤ τῶν συγγενῶν του. Πολλοί πού δέν
κατάλαβαν αὐτό, ἔπεσαν σέ ὑπερηφάνεια καί ζημιώθηκε ἡ ψυχή τους. Ἡ
πιό μεγάλη προκοπή γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ταπεινοσύνη τῆς καρδιᾶς.
Ὅποιος ἀξιωθῆ νά τήν ἀποκτήση, δέν ἔχει φόβο νά παρασυρθῆ ποτέ ἀπό
τό κακό καί τήν ἁμαρτία.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 3.20]