ΕΝΑΣ
ΕΡΗΜΙΤΗΣ ἔζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στήν ἔρημο, τρώγοντας μόνο
τούς καρ-πούς μιᾶς φοινικιᾶς πού εἶχε φυτρώσει ἔξω ἀπό τήν καλύβα
του. Ὕστερα ὅμως τοῦ ἔσπειρε ζιζάνια στό νοῦ ὁ διάβολος κι’ ἄρχισε
νά συλλογίζεται πώς ἄδικα σπατάλησε ἐκεῖ τόσα χρόνια.
- Τί κέρδισα τάχα; ἔλεγε στόν ἑαυτό του. Οὔτε ἀποκαλύψεις εἶδα οὔτε
κανένα θαῦμα ἔκανα, ὅπως οἱ παλιοί Ἀσκηταί. Ἄς γυρίσω στόν κόσμο,
ἴσως ἐκεῖ προκόψω περισσότερο.
Τό εἶχε σχεδόν ἀποφασίσει κι’ ἑτοιμαζόταν, ὅταν ὁ Θεός, πού τόν
λυπήθηκε γιά τούς τόσους κόπους του, ἔστειλε τόν Ἄγγελό του νά τόν
ἐμποδίση.
- Τί μεγαλύτερο θαῦμα θέλεις, τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος, ἀπό τήν ὑπομονή
καί τή μεγαλοψυχία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, νά μείνης τόσα χρόνια
ὁλομόναχος σ’ αὐτό τόν ἄγριο τόπο, τρώγοντας μόνο τούς καρπούς
τούτου τοῦ δένδρου; Κάνε λίγο ἀκόμη ὑπομονή καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό
περισσότερη ταπείνωσι.
Ἔτσι ἔμεινε στόν τόπο του ὁ Ερημίτης, εὐχαριστῶντας τόν Θεό πού τόν
στήριξε μέ τόν Ἄγγελό Του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ε, παρ. 3.22]